κογχυλιάτης: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κογχυλιάτης]])<br />ο [[κογχίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κογχύλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτης</i>, ([[πρβλ]]. <i>λειμων</i>-<i>ιάτης</i>, <i>πωγων</i>-<i>ιάτης</i>)].
|mltxt=ο (Α [[κογχυλιάτης]])<br />ο [[κογχίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κογχύλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτης</i>, ([[πρβλ]]. [[λειμωνιάτης]], [[πωγωνιάτης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κογχῠλιάτης Medium diacritics: κογχυλιάτης Low diacritics: κογχυλιάτης Capitals: ΚΟΓΧΥΛΙΑΤΗΣ
Transliteration A: konchyliátēs Transliteration B: konchyliatēs Transliteration C: kogchyliatis Beta Code: kogxulia/ths

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ, A = κογχίτης, X.An.3.4.10, Philostr.VA2.20.

Greek (Liddell-Scott)

κογχυλιάτης: ᾱ, ου, ὁ, = κογχίτης, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 10, Φιλόστρ. 71.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui porte des empreintes de coquillages.
Étymologie: κογχύλιον.

Greek Monolingual

ο (Α κογχυλιάτης)
ο κογχίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κογχύλη + κατάλ. -ιάτης, (πρβλ. λειμωνιάτης, πωγωνιάτης)].

Greek Monotonic

κογχῠλιάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ο γεμάτος κοχύλια, λίθος κογχ., μάρμαρο που εμπιερέχει απολιθωμένα όστρακα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κογχῠλιάτης: ου adj. m носящий отпечатки раковин или содержащий окаменелые раковины (λίθος Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κογχυλιάτης -ου, ὁ [κογχύλιον] met schelpen; λίθος κ. kalksteen (waarin versteende schelpen voorkomen).

Middle Liddell

κογχῠλιά¯της, ου,
full of shells, λίθος κογχ. shelly marble, Xen.