λειόχρως: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λειόχρως]], -ωτος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει [[λεία]] [[επιδερμίδα]], λείο [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[επιδερμίδα]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[λειόχρως]], -ωτος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει [[λεία]] [[επιδερμίδα]], λείο [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[επιδερμίδα]]»), [[πρβλ]]. [[γαλακτόχρως]], [[τρυφερόχρως]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λειόχρως:''' ωτος adj. с гладкой кожей Arst. | |elrutext='''λειόχρως:''' ωτος adj. с гладкой кожей Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:50, 23 August 2021
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ, A smooth-skinned, Arist. ap. Ath.7.312f (ὁμόχρους codd.Arist.HA543a25).
German (Pape)
[Seite 24] mit glatter Haut, las Ath. VII, 312 f bei Arist. H. A. 5, 9, wo jetzt ὁμόχρως steht.
Greek (Liddell-Scott)
λειόχρως: -ωτος, ἔχων λείαν ἐπιδερμίδα, Ἀριστ. παρ’ Ἀθην. 312F, ἔνθα ἐν τῷ κειμένῳ τοῦ Ἀριστ. (π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 3) ἔχομεν ὁμόχρους.
Greek Monolingual
λειόχρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει λεία επιδερμίδα, λείο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -χρως (< χρώς «επιδερμίδα»), πρβλ. γαλακτόχρως, τρυφερόχρως].
Russian (Dvoretsky)
λειόχρως: ωτος adj. с гладкой кожей Arst.