θελξιμελής: Difference between revisions
From LSJ
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θελξιμελής]], -ές (Α)<br />αυτός που θέλγει με τη [[μουσική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θελξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[θέλγω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]- «[[μελωδία]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[θελξιμελής]], -ές (Α)<br />αυτός που θέλγει με τη [[μουσική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θελξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[θέλγω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]- «[[μελωδία]]»), [[πρβλ]]. [[εμμελής]], [[παμμελής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:29, 24 August 2021
English (LSJ)
ές, A charming with music, (φόρμιγξ) IG3.400.
German (Pape)
[Seite 1193] ές, durch Gesang bezaubernd, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θελξιμελής: -ές, καταθέλγων διὰ τῆς μουσικῆς, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1053.
Greek Monolingual
θελξιμελής, -ές (Α)
αυτός που θέλγει με τη μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + -μελής (< μέλος- «μελωδία»), πρβλ. εμμελής, παμμελής].