Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λίβος: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=livos
|Transliteration C=livos
|Beta Code=li/bos
|Beta Code=li/bos
|Definition=[<b class="b3">ῐ], εος, τό, (lei/bw)</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[λιβάς]], in pl., [[tears]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>448</span> (lyr.); v. [[λίπος]]. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[ἐπίσταγμά τι τῶν ὀμμάτων]], Gal.19.118. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = Lat. [[libum]], Chrysipp.Tyan. ap. <span class="bibl">Ath.15.647d</span>, cf. <span class="bibl">Ath.3.126a</span>.</span>
|Definition=[<b class="b3">ῐ], εος, τό, (lei/bw)</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[λιβάς]], in plural, [[tears]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>448</span> (lyr.); v. [[λίπος]]. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[ἐπίσταγμά τι τῶν ὀμμάτων]], Gal.19.118. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = Lat. [[libum]], Chrysipp.Tyan. ap. <span class="bibl">Ath.15.647d</span>, cf. <span class="bibl">Ath.3.126a</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:07, 14 September 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίβος Medium diacritics: λίβος Low diacritics: λίβος Capitals: ΛΙΒΟΣ
Transliteration A: líbos Transliteration B: libos Transliteration C: livos Beta Code: li/bos

English (LSJ)

[ῐ], εος, τό, (lei/bw) A = λιβάς, in plural, tears, A.Ch.448 (lyr.); v. λίπος. 2 = ἐπίσταγμά τι τῶν ὀμμάτων, Gal.19.118. II = Lat. libum, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.15.647d, cf. Ath.3.126a.

German (Pape)

[Seite 42] τό, Tropfen, Hippocr. Uebh. = λιβάς, von Thränen, ἑτοιμότερα γέλωτος ἀνέφερον λίβη, Aesch. Ch. 441. – Auch = λίβον, Chrysipp. bei Ath. XIV, 647 d.

Greek (Liddell-Scott)

λίβος: [ῐ], τό, (√ΛΙΒ, λείβω, = λιβάς)· ἐν τῷ πληθ., δάκρυα, Αἰσχύλ. Χο. 448· ἴδε ἐν λέξ. λίπος. ΙΙ. τὸ Λατ. libum, εἶδος πλακοῦντος, Χρύσιππ. Τυανεὺς παρ’ Ἀθην. 647D.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 goutte d’un liquide, particul. larme;
2 sorte de gâteau.
Étymologie: R. Λιβ, v. λείβω.

Greek Monolingual

(I)
λίβος, τὸ (Α)
1. σταλαγμός, σταλαγματιά
2. είδος κολλυρίου
3. στον πληθ. τὰ λίβη ή λίβεα
τα δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίψ, λιβός «ρεύμα, ρυάκι» με αναβιβασμό του τόνου].
(II)
λίβος, τὸ (Α)
είδος πίτας από μέλι που προσφερόταν στους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. libum, -i (σπάνια libus, -i), πίτα από γάλα ή λάδι βουτηγμένη στο μέλι, που συνήθως προσφερόταν στους θεούς. Ο τ. libum < libo «χύνω, κάνω σπονδή», της ίδιας ρίζας με το λείβω.

Greek Monotonic

λίβος: [ῐ], τό, = λιβάς· λίβος αἵματος, σταγόνα ή σημάδια αίματος, σε Αισχύλ.· πληθ. λίβη, δάκρυα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

λίβος: εος (ῐ) τό капля, слеза Aesch.

Middle Liddell


= λιβάς: λ. αἵματος a drop or fleck of blood, Aesch.: pl. λίβη tears, Aesch.