συμπηγνύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ, και [[συμπήγνυμι]] Α<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] συμπαγές, το [[συμπυκνώνω]]<br /><b>2.</b> [[στερεώνω]], [[στερεοποιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιδρύω]], [[συγκροτώ]], [[συστήνω]] («κατηγορείται ότι συνέπηξε [[συμμορία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]], φτειάχνω («αὐτοῦ παρ' οἴκους τούσδε συμπήξας τάφον», Ευ ρ.)<br /><b>2.</b> [[συστέλλω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμπηγνύομαι</i> και <i>συμπήγνυμαι</i><br />α) [[κατασκευάζω]] για προσωπική μου [[χρήση]]<br />β) αποτελούμαι, [[γίνομαι]] από... («[[ὅστις]] μὴ οἶδεν, ὅ τί ἐστιν [[ἄνθρωπος]] καὶ [[ὅπως]] ἐγένετο πρῶτον καὶ [[ὁπόθεν]] συνεπάγη ἐξ ἀρχῆς», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (ο β' ενεργ. παρακμ. ως μέσ. και παθ.) <i>συμπέπηγα</i><br />συντίθεμαι, [[σύγκειμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πήγνυμι]] / [[πηγνύω]] «[[μπήγω]], [[καρφώνω]], [[στερεώνω]]»].
|mltxt=ΝΑ, και [[συμπήγνυμι]] Α<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] συμπαγές, το [[συμπυκνώνω]]<br /><b>2.</b> [[στερεώνω]], [[στερεοποιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιδρύω]], [[συγκροτώ]], [[συστήνω]] («κατηγορείται ότι συνέπηξε [[συμμορία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]], φτειάχνω («αὐτοῦ παρ' οἴκους τούσδε συμπήξας τάφον», Ευ ρ.)<br /><b>2.</b> [[συστέλλω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[συμπηγνύομαι]] και [[συμπήγνυμαι]]<br />α) [[κατασκευάζω]] για προσωπική μου [[χρήση]]<br />β) αποτελούμαι, [[γίνομαι]] από... («[[ὅστις]] μὴ οἶδεν, ὅ τί ἐστιν [[ἄνθρωπος]] καὶ [[ὅπως]] ἐγένετο πρῶτον καὶ [[ὁπόθεν]] συνεπάγη ἐξ ἀρχῆς», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (ο β' ενεργ. παρακμ. ως μέσ. και παθ.) <i>συμπέπηγα</i><br />[[συντίθεμαι]], [[σύγκειμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πήγνυμι]] / [[πηγνύω]] «[[μπήγω]], [[καρφώνω]], [[στερεώνω]]»].
}}
}}

Revision as of 13:47, 2 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπηγνύω Medium diacritics: συμπηγνύω Low diacritics: συμπηγνύω Capitals: ΣΥΜΠΗΓΝΥΩ
Transliteration A: sympēgnýō Transliteration B: sympēgnyō Transliteration C: sympignyo Beta Code: sumphgnu/w

English (LSJ)

v. συμπήγνυμι.

Greek Monolingual

ΝΑ, και συμπήγνυμι Α
1. καθιστώ κάτι συμπαγές, το συμπυκνώνω
2. στερεώνω, στερεοποιώ
νεοελλ.
ιδρύω, συγκροτώ, συστήνω («κατηγορείται ότι συνέπηξε συμμορία»)
αρχ.
1. κατασκευάζω, φτειάχνω («αὐτοῦ παρ' οἴκους τούσδε συμπήξας τάφον», Ευ ρ.)
2. συστέλλω
3. μέσ. συμπηγνύομαι και συμπήγνυμαι
α) κατασκευάζω για προσωπική μου χρήση
β) αποτελούμαι, γίνομαι από... («ὅστις μὴ οἶδεν, ὅ τί ἐστιν ἄνθρωπος καὶ ὅπως ἐγένετο πρῶτον καὶ ὁπόθεν συνεπάγη ἐξ ἀρχῆς», Ιπποκρ.)
4. (ο β' ενεργ. παρακμ. ως μέσ. και παθ.) συμπέπηγα
συντίθεμαι, σύγκειμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πήγνυμι / πηγνύω «μπήγω, καρφώνω, στερεώνω»].