ἀρτίφρων: Difference between revisions
νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - " ," to ",") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρτίφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[ἄρτιος]], [[φρήν]]) , [[ισχυρός]] στο νου, [[εχέφρων]], [[λογικός]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με γεν., <i>γάμων</i>, αυτός που έχει πλήρη [[συνείδηση]] για ένα [[πράγμα]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀρτίφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[ἄρτιος]], [[φρήν]]), [[ισχυρός]] στο νου, [[εχέφρων]], [[λογικός]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με γεν., <i>γάμων</i>, αυτός που έχει πλήρη [[συνείδηση]] για ένα [[πράγμα]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:10, 9 January 2022
English (LSJ)
[ῐ], ον, gen. ονος, (ἄρτιος, φρήν) A sound of mind, sensible, οὔτε μάλ' ἀ. Od.24.261, cf. E.Med.294; ἀρτιμελεῖς καὶ ἀρτίφρονας Pl. R.536b; ἀ. . . πλήν . . quite in one's senses except... E.IA877: c. gen., ἐπεὶ δ' ἀ. ἐγένετο . . γάμων when he came to full consciousness of... A.Th.778 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 362] ον, sehr verständig, Od. 24, 261; Eur. I. A. 877 Med. 294; ἀρτίφρων γάμων ἐγίνετο, er kam zu voller Erkenntniß seiner Heirath, Aesch. Spt. 760. Auch in Prosa, Plat. Rep. VII, 536 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίφρων: -ον, γεν. ονος, (ἄρτιος, φρὴν) ὁ τὰς φρένας ἄρτιος, ἔμφρων. οὔτε μάλ’ ἀρτίφρων Ὀδ. Ω. 261. πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 295, Πλάτ. Πολ. 536Β· ἀρτίφρων... πλήν..., ἐντελῶς σώας ἔχων τὰς φρένας, πλήν..., Εὐρ. Ι. Α. 877· μετὰ γεν., ἐπεὶ δ’ ἀρτίφρων ἐγένετο μέλεος ἀθλίων γάμων, «ἐπεὶ ἔμφρων ἐγένετο, ἐπεὶ συνῆκεν ὃ ἔπραξε κατὰ τῆς μητρὸς» (Σχόλ.), «ἐπιγνώμων, εἰδήμων» (ἄλλα Σχόλ.) Αἰσχύλ. Θήβ. 778.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 d’un parfait bon sens, sensé, raisonnable;
2 qui connaît, instruit de, gén..
Étymologie: ἄρτι, φρήν.
English (Autenrieth)
(φρήν): accommodating, Od. 24.261†.
Spanish (DGE)
-ον
equilibrado de mente, cabal οὔ τι μάλ' ἀ. Od.24.261, ἀνήρ E.Med.294, Plu.2.88b, ἀρτιμελεῖς καὶ ἀ. Pl.R.536b, c. dat. τῇ ψυχῇ ἀ. D.C.62.19.2
•plenamente en sus cabales ἀ. πλὴν ἐς σὲ καὶ σὴν παῖδα E.IA 877
•c. gen. plenamente consciente ἐπεὶ δ' ἀ. ἐγένετο μέλεος ἀθλίων γάμων pero así que plenamente consciente fue el triste de sus desgraciadas bodas A.Th.778.
Greek Monolingual
ἀρτίφρων, -ον (Α)
ο συνετός, ο γνωστικός, ο φρόνιμος.
Greek Monotonic
ἀρτίφρων: -ον, γεν. -ονος (ἄρτιος, φρήν), ισχυρός στο νου, εχέφρων, λογικός, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με γεν., γάμων, αυτός που έχει πλήρη συνείδηση για ένα πράγμα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτίφρων: 2, gen. ονος
1) здравомыслящий, рассудительный, разумный Hom., Eur., Plat., Plut.;
2) ясно осознавший (ἀθλίων γάμων Aesch.).
Middle Liddell
ἄρτιος, φρήν
sound of mind, sensible, Od., Eur.: c. gen., γάμων fully conscious of a thing, Aesch.