Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζυγόδεσμον: Difference between revisions

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζῠγόδεσμον''': τό, ([[ζυγόν]], ὃ ἴδε) δεσμὸς τοῦ ζυγοῦ, δηλ. ἱμὰς δι’ οὗ ὁ ζυγὸς προσεδένετο εἰς τὸν ῥυμόν, ζ. ἅμα ζυγῷ ἐννεάπηχυ Ἰλ. Ω. 270· περὶ τοῦ Γορδίου δεσμοῦ, Πλούτ. Ἀλεξ. 18, κλ. (καλούμενον ζυγόδεσμος, ὁ, παρὰ Θεμιστ. 30Β· τοῦ ζυγοῦ ὁ δεσμὸς παρ’ Ἀρρ. Ἀν. 2. 3, 11)· [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ., ζυγόδεσμα Πρόκλ. Ὕ. 31, Ἀνθ. Π. 9. 155, 741, κτλ.
|lstext='''ζῠγόδεσμον''': τό, ([[ζυγόν]], ὃ ἴδε) δεσμὸς τοῦ ζυγοῦ, δηλ. ἱμὰς δι’ οὗ ὁ ζυγὸς προσεδένετο εἰς τὸν ῥυμόν, ζ. ἅμα ζυγῷ ἐννεάπηχυ Ἰλ. Ω. 270· περὶ τοῦ Γορδίου δεσμοῦ, Πλούτ. Ἀλεξ. 18, κλ. (καλούμενον ζυγόδεσμος, ὁ, παρὰ Θεμιστ. 30Β· τοῦ ζυγοῦ ὁ δεσμὸς παρ’ Ἀρρ. Ἀν. 2. 3, 11)· συχν. ἐν τῷ πληθ., ζυγόδεσμα Πρόκλ. Ὕ. 31, Ἀνθ. Π. 9. 155, 741, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 14:44, 31 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγόδεσμον Medium diacritics: ζυγόδεσμον Low diacritics: ζυγόδεσμον Capitals: ΖΥΓΟΔΕΣΜΟΝ
Transliteration A: zygódesmon Transliteration B: zygodesmon Transliteration C: zygodesmon Beta Code: zugo/desmon

English (LSJ)

τό, (A ζυγόν 1) yoke-band, i.e. a band for fastening the yoke to the pole, ζ. ἅμα ζυγῷ ἐννεάπηχυ Il.24.270, cf. PFay.121.5 (i/ii A.D.); of the Gordian knot, Plu.Alex.18, etc.: pl., ζυγόδεσμα Procl.H.1.31, AP 9.155 (Agath.), 741, etc.:—also ζῠγό-δεσμος, ὁ, Artem.2.24, Them.Or. 2.30b.

German (Pape)

[Seite 1140] τό, = Folgdm, nur im plur., δίκης Agath. 62 (IX, 155); Ep. ad. 229 (IX, 741); Artemid. 2, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγόδεσμον: τό, (ζυγόν, ὃ ἴδε) δεσμὸς τοῦ ζυγοῦ, δηλ. ἱμὰς δι’ οὗ ὁ ζυγὸς προσεδένετο εἰς τὸν ῥυμόν, ζ. ἅμα ζυγῷ ἐννεάπηχυ Ἰλ. Ω. 270· περὶ τοῦ Γορδίου δεσμοῦ, Πλούτ. Ἀλεξ. 18, κλ. (καλούμενον ζυγόδεσμος, ὁ, παρὰ Θεμιστ. 30Β· τοῦ ζυγοῦ ὁ δεσμὸς παρ’ Ἀρρ. Ἀν. 2. 3, 11)· συχν. ἐν τῷ πληθ., ζυγόδεσμα Πρόκλ. Ὕ. 31, Ἀνθ. Π. 9. 155, 741, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
courroie qui attache le joug au timon.
Étymologie: ζυγόν, δεσμός.

English (Autenrieth)

yoke-band, a cord or strap for fastening the yoke to the pole, Il. 24.270. (See cut under ζυγόν, b; and cut No. 42.)

Greek Monotonic

ζῠγόδεσμον: τό, δεσμός του ζυγού, δηλ. ιμάντας που χρησιμοποιείται για το δέσιμο του ζυγού στον πάσσαλο που λειτουργούσε ως τιμόνι της άμαξας που έφερε το άροτρο, σε Ομήρ. Ιλ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγόδεσμον: τό
1) яремный ремень (для привязывания ярма к дышлу) Hom., Plut.;
2) pl. узы (δίκης Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζυγόδεσμον -ου, τό [ζυγόν, δεσμός] jukriem.

Middle Liddell

ζῠγό-δεσμον, ου, τό,
a yoke-band, i. e. a band for fastening the yoke to the pole, Il., Plut.