ἀμάλακτος: Difference between revisions
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[no suavizado]] τὸ ψυχρόν Plu.2.953e, σώματα Gal.7.40.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[no maleable]], [[duro]] de materias, Arist.<i>Mete</i>.385<sup>a</sup>13, 388<sup>b</sup>25<br /><b class="num">•</b>de pers. [[inexorable]] Sch.S.<i>Ai</i>.776, Olymp.M.93.568D<br /><b class="num">•</b>τὸ ἀμάλακτον [[inexorabilidad]] Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.110.2.<br /><b class="num">2</b> ret., de la expresión [[duro]], [[áspero]] Longin.15.5. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[no suavizado]] τὸ ψυχρόν Plu.2.953e, σώματα Gal.7.40.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[no maleable]], [[duro]] de materias, Arist.<i>Mete</i>.385<sup>a</sup>13, 388<sup>b</sup>25<br /><b class="num">•</b>de pers. [[inexorable]] Sch.S.<i>Ai</i>.776, Olymp.M.93.568D<br /><b class="num">•</b>[[τὸ ἀμάλακτον]] = [[inexorabilidad]] Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.110.2.<br /><b class="num">2</b> ret., de la expresión [[duro]], [[áspero]] Longin.15.5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 20:31, 30 April 2022
English (LSJ)
ον, (μαλάσσω) A that cannot be softened, intractable, of materials, Arist. Mete.385a13; ἄτηκτα καὶ ἀμάλακτος 388b25. 2 unmitigated, τὸ ψυχρόν Plu.2.953e: metaph. of expression, harsh, Longin.15.5. II unfeeling, Sch.S.Aj.776.
German (Pape)
[Seite 115] unerweichlich, hart, Sp.
Spanish (DGE)
-ον
I no suavizado τὸ ψυχρόν Plu.2.953e, σώματα Gal.7.40.
II 1no maleable, duro de materias, Arist.Mete.385a13, 388b25
•de pers. inexorable Sch.S.Ai.776, Olymp.M.93.568D
•τὸ ἀμάλακτον = inexorabilidad Gr.Nyss.Hom.in Cant.110.2.
2 ret., de la expresión duro, áspero Longin.15.5.
Greek Monolingual
και -χτος και -γος, -η, -ο (AM αμάλακτος, -ον)
αυτός που δεν μαλάσσεται, που δεν μπορεί κανείς να τον κατεργαστεί, ο σκληρός
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μαλάχτηκε με ζύμωση ή άλλη επεξεργασία, ο αμαλάκωτος
2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν γνώρισε ερωτικές θωπείες, άθικτος, ανέπαφος
μσν.
αυτός που δεν έχει αισθήματα, σκληρός, άκαμπτος
αρχ.
1. αμετρίαστος, απόλυτος
2. άκαμπτος, σκληρόκαρδος
3. (για έκφραση ή ομιλία) αδούλευτος, τραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + μαλάσσω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμαλαξιά].
Russian (Dvoretsky)
ἀμάλακτος: (μᾰ)
1) не поддающийся размягчению (κέρας Arst.);
2) неослабевающий (τὸ ψυχρόν Plut.).