ὁμόψηφος: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμόψηφος]], -ον)<br />αυτός που δίνει την [[ίδια]] ψήφο με άλλον ή άλλους («ὁμόψηφοι κατ' ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν τοῖς [[τριάκοντα]] γενήσονται», Λυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αποφασίστηκε ομόθυμα, με [[κοινή]] ψήφο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει το ίδιο [[δικαίωμα]] ψήφου ή γνώμης με έναν [[άλλο]] («ὁμόψηφον τὸν πολέμαρχον ἐποιεῡντο | |mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμόψηφος]], -ον)<br />αυτός που δίνει την [[ίδια]] ψήφο με άλλον ή άλλους («ὁμόψηφοι κατ' ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν τοῖς [[τριάκοντα]] γενήσονται», Λυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αποφασίστηκε ομόθυμα, με [[κοινή]] ψήφο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει το ίδιο [[δικαίωμα]] ψήφου ή γνώμης με έναν [[άλλο]] («ὁμόψηφον τὸν πολέμαρχον ἐποιεῡντο τοῖσι στρατηγοῑσι», <b>Ηρόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοψήφως</i><br />με σύμφωνη [[γνώμη]], με την [[ίδια]] ψήφο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ψῆφος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>ψηφος</i>, <i>μονό</i>-<i>ψηφος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 22:10, 24 May 2022
English (LSJ)
ον, A voting with, μὴ τοῖς ἐχθίστοις ὁμόψηφοι γένησθε And.2.28; ὁ. κατά τινων τοῖς τριάκοντα Lys.13.94. II having an equal right to vote with, τοῖσι στρατηγοῖσι Hdt.6.109; μετὰ τῶν σφετέρων Id.7.149.
German (Pape)
[Seite 342] dasselbe Stimmrecht habend, τινί, wie ein Anderer, ὁμόψηφον τὸν πολέμαρχον ἐποιεῦντο τοῖσι στρατηγοῖσι, sie gaben ihm dieselbe Stimme, Her. 6, 109; μετά τινος, 7, 149; ὁμόψηφον γίγνεσθαί τινι, beistimmen, Andoc. 2 a. E.; Lys. 1394; Sp., wie Luc. bis accus. 35 Philops. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόψηφος: -ον, ὁ ψηφίζων μετά τινος, μὴ τοῖς ἐχθίστοις ὁμόψηφοι γένησθε Ἀνδοκ. 23. 17· ὁμ. τινι κατὰ τινος Λυσ. 139. 6. ΙΙ. ὁ ἔχων ἴσον δικαίωμα νὰ δώσῃ ψῆφον, τοῖσι στρατηγοῖσι Ἡρόδ. 6, 109· μετὰ τῶν σφετέρων ὁ αὐτ. 7. 149.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a un droit de vote égal : τινι, à qqn ; μετά τινος, qui partage avec qqn le droit de vote.
Étymologie: ὁμός, ψῆφος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμόψηφος, -ον)
αυτός που δίνει την ίδια ψήφο με άλλον ή άλλους («ὁμόψηφοι κατ' ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν τοῖς τριάκοντα γενήσονται», Λυσ.)
νεοελλ.
αυτός που αποφασίστηκε ομόθυμα, με κοινή ψήφο
αρχ.
αυτός που έχει το ίδιο δικαίωμα ψήφου ή γνώμης με έναν άλλο («ὁμόψηφον τὸν πολέμαρχον ἐποιεῡντο τοῖσι στρατηγοῑσι», Ηρόδ.).
επίρρ...
ομοψήφως
με σύμφωνη γνώμη, με την ίδια ψήφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ψῆφος (πρβλ. ισό-ψηφος, μονό-ψηφος)].
Greek Monotonic
ὁμόψηφος: -ον, αυτός που έχει ίσο δικαίωμα ψήφου με τους άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ.· μετά τινων, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόψηφος:
1) иметь одинаковое право голоса: ὁ. τινι и μετά τινος Her. иметь право голосовать вместе с кем-л.;
2) голосовать вместе: ὁ. γίγνεσθαί τινι κατά τινος Lys. подавать свой голос (вместе) с кем-л. против кого-л.
Middle Liddell
ὁμό-ψηφος, ον,
having an equal right to vote with others, c. dat., Hdt.; μετά τινων Hdt.