ἀντιτέμνω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντιτέμνω]] (Α)<br /><b>φρ.</b> [[κόβω]] βότανα για να χρησιμοποιηθούν [[εναντίον]] των ασθενειών («Φοῑβος ἔδωκε φάρμακα ἀντιτεμὼν βροτοῑσι»).
|mltxt=[[ἀντιτέμνω]] (Α)<br /><b>φρ.</b> [[κόβω]] βότανα για να χρησιμοποιηθούν [[εναντίον]] των ασθενειών («Φοῑβος ἔδωκε φάρμακα ἀντιτεμὼν βροτοῖσι»).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 22:10, 24 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιτέμνω Medium diacritics: ἀντιτέμνω Low diacritics: αντιτέμνω Capitals: ΑΝΤΙΤΕΜΝΩ
Transliteration A: antitémnō Transliteration B: antitemnō Transliteration C: antitemno Beta Code: a)ntite/mnw

English (LSJ)

A cut against, i.e. as a remedy or antidote, φάρμακα . . ἀντιτεμὼν βροτοῖσι E.Alc.972 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιτέμνω: μέλλ. ἀντιτεμῶ, τέμνω τι ἐναντίον τινός, οὐδ’ ὅσα Φοῖβος Ἀσκληπιάδαις ἔδωκε φάρμακα πολυπόνοις ἀντιτεμὼν βροτοῖσιν, τεμὼν βοτάνας ἐναντίον τῶν νόσων χάριν τῶν βροτῶν, Εὐρ. Ἄλκ. 972: πρβλ. ἀντίτομος, ἐντέμνω.

French (Bailly abrégé)

part. ao. ἀντιτεμών;
couper contre, càd couper des racines ou des plantes pour remèdes.
Étymologie: ἀντί, τέμνω.

Spanish (DGE)

1 cortar φάρμακα ... βροτοῖσιν E.Alc.971.
2 cortar, interceptar (ὁ δὲ γαλαξίας) διὰ τῶν πόλων ἀντιτεμνόμενος δίχα ὑπὸ τοῦ ὁρίζοντος Arat.Comm.131.14.

Greek Monolingual

ἀντιτέμνω (Α)
φρ. κόβω βότανα για να χρησιμοποιηθούν εναντίον των ασθενειών («Φοῑβος ἔδωκε φάρμακα ἀντιτεμὼν βροτοῖσι»).

Greek Monotonic

ἀντιτέμνω: μέλ. -τεμῶ, αόρ. βʹ -έτεμον· κόβω ενάντια σε, δηλ. παρέχω γιατρειά ή αντίδοτο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιτέμνω: нарезать, в знач. приготовлять (φάρμακα πολυπόνοις βροτοῖσιν Eur.).

Middle Liddell


to cut against, i. e. to provide a remedy or antidote, Eur.