ἄτρεστος: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "ἀ- priv." to "ἀ- priv.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἄτρηστος <i>Pan</i> 16.4 (I d.C.)<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no tiembla]], [[intrépido]] ἀτρέστῳ κραδίᾳ ... λέγω A.<i>A</i>.1402, παρθένοι μάχας ἄτρεστοι A.<i>Pr</i>.416, ὁρᾷς ... τὸν ἐν δαΐοις ἄτρεστον μάχαις S.<i>Ai</i>.365, Λακεδαίμων Amyntas <i>SHell</i>.44.1, <i>Pan</i> l.c., ἄ. ... στρατηγός D.Chr.4.108<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἄ. [[intrepidez]] τῆς ἐπιχειρήσεως Luc.<i>Musc.Enc</i>.5.<br /><b class="num">2</b> [[tranquilo]] ἄτρεστον εὕδοντ' S.<i>OT</i> 586<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[tranquilamente]] Λοξίου γὰρ ἐν δόμοις ἄτρεστα ναίουσ' E.<i>Io</i> 1198.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[intrépidamente]] μολεῖν ἔτλητ' ἀ. A.<i>Supp</i>.240.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de τρέω q.u. c. ἀ- priv.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἄτρηστος <i>Pan</i> 16.4 (I d.C.)<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no tiembla]], [[intrépido]] ἀτρέστῳ κραδίᾳ ... λέγω A.<i>A</i>.1402, παρθένοι μάχας ἄτρεστοι A.<i>Pr</i>.416, ὁρᾷς ... τὸν ἐν δαΐοις ἄτρεστον μάχαις S.<i>Ai</i>.365, Λακεδαίμων Amyntas <i>SHell</i>.44.1, <i>Pan</i> l.c., ἄ. ... στρατηγός D.Chr.4.108<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἄ. [[intrepidez]] τῆς ἐπιχειρήσεως Luc.<i>Musc.Enc</i>.5.<br /><b class="num">2</b> [[tranquilo]] ἄτρεστον εὕδοντ' S.<i>OT</i> 586<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[tranquilamente]] Λοξίου γὰρ ἐν δόμοις ἄτρεστα ναίουσ' E.<i>Io</i> 1198.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[intrépidamente]] μολεῖν ἔτλητ' ἀ. A.<i>Supp</i>.240.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de τρέω q.u. c. [[ἀ-]] priv.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:38, 25 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτρεστος Medium diacritics: ἄτρεστος Low diacritics: άτρεστος Capitals: ΑΤΡΕΣΤΟΣ
Transliteration A: átrestos Transliteration B: atrestos Transliteration C: atrestos Beta Code: a)/trestos

English (LSJ)

ον, (τρέω) A not trembling, fearless, Trag., and Pl.Cra.395c: c. gen., ἄ. μάχας fearless of fight, A.Pr.416 (lyr.); ἄ. ἐν μάχαις S.Aj. 365 (lyr.); ἄ. εὕδειν securely, Id.OT586. Adv. -τως A.Supp.240: neut. pl. ἄτρεστα as Adv., E.Ion1198.

German (Pape)

[Seite 388] nicht zitternd, unerschrocken, bes. Tragg., καρδία Aesch. Ag. 1375; μάχης Prom. 414; ἐν μάχαις Soph. Ai. 358; σὺν φόβοις entggstzt O. R. 586; ἄτρεστα adverbial Eur. Ion. 1198; so sp. D.; auch Plat. Crat. 395 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne tremble pas, intrépide ; ἄτρεστος μάχας ESCHL sans crainte du combat;
2 tranquille ; adv. • ἄτρεστα tranquillement.
Étymologie: ἀ, τρέω.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἄτρηστος Pan 16.4 (I d.C.)
I 1que no tiembla, intrépido ἀτρέστῳ κραδίᾳ ... λέγω A.A.1402, παρθένοι μάχας ἄτρεστοι A.Pr.416, ὁρᾷς ... τὸν ἐν δαΐοις ἄτρεστον μάχαις S.Ai.365, Λακεδαίμων Amyntas SHell.44.1, Pan l.c., ἄ. ... στρατηγός D.Chr.4.108
subst. τὸ ἄ. intrepidez τῆς ἐπιχειρήσεως Luc.Musc.Enc.5.
2 tranquilo ἄτρεστον εὕδοντ' S.OT 586
neutr. como adv. tranquilamente Λοξίου γὰρ ἐν δόμοις ἄτρεστα ναίουσ' E.Io 1198.
II adv. -ως intrépidamente μολεῖν ἔτλητ' ἀ. A.Supp.240.
• Etimología: Deriv. de τρέω q.u. c. ἀ- priv.

Greek Monolingual

ἄτρεστος, -ον (Α) τρέω
1. αυτός που δεν τρέμει, άτρομος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἄτρεστον ή ἄτρεστα
άφοβα.

Greek Monotonic

ἄτρεστος: -ον (τρέω), αυτός που δεν τρέμει, άφοβος, ατρόμητος, Λατ. intrepidus, σε Τραγ.· με γεν., ἄτρεστος μάχας, άφοβος στη μάχη, σε Αισχύλ.· ομοίως, ἄτρεστος ἐν μάχαις, σε Σοφ.· ἄτρεστος εὕδειν, με ασφάλεια, στον ίδ.· επίσης, ουδ. πληθ. ἄτρεστα ως επίρρ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄτρεστος: бестрепетный, бесстрашный (καρδία Aesch.; μάχης Aesch. и ἐν μάχαις Soph.; ἀτειρὴς καὶ ἄ. Plat.).

Middle Liddell

τρέω
not trembling, unfearing, fearless, Lat. intrepidus, Trag.: c. gen., ἄτρ. μάχας fearless of fight, Aesch.; so, ἄτρ. ἐν μάχαις Soph.; ἄτρ. εὕδειν securely, Soph.:—also neut. pl. ἄτρεστα as adv., Eur.