Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διδυμοτόκος: Difference between revisions

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δῐδῠμοτόκος:''' рождающий двойни Arst.
|elrutext='''δῐδῠμοτόκος:''' [[рождающий двойни]] Arst.
}}
}}

Revision as of 07:17, 10 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐδῠμοτόκος Medium diacritics: διδυμοτόκος Low diacritics: διδυμοτόκος Capitals: ΔΙΔΥΜΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: didymotókos Transliteration B: didymotokos Transliteration C: didymotokos Beta Code: didumoto/kos

English (LSJ)

ον, twinner, producing twins, Id.HA573b32.

German (Pape)

[Seite 616] Zwillinge gebärend, Arist. H. A. 6, 19; Long. 2, 34.

Greek (Liddell-Scott)

δῐδῠμοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν δίδυμα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 19. 3.

Spanish (DGE)

-ον
1 que es producto de un doble parto, e.e. gemelo o pareja ἐὰν ὁ κριὸς ἢ ὁ τράγος ᾖ δ. ἢ ἡ μήτηρ Arist.HA 573b32.
2 que pare dos crías Aq.Ca.4.2, ἀγέλαι Gr.Nyss.Hom.in Cant.225.18, en usos alegór. del mismo pasaje, Gr.Nyss.Hom.in Cant.228.1, πρόβατα Basil.Hex.9.5, Sud.

Greek Monolingual

διδυμοτόκος, -ον (AM) (Α και διδυματόκος και διδυμητόκος)
(απαντά μόνο στο θηλ.) αυτή που γεννά δίδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + -τόκος < τίκτω (πρβλ. αρρενοτόκος). Ο τ. διδυμητόκος χρησιμοποιείται κυρίως στον ποιητικό λόγο και το συνδετικό φωνήεν -η- οφείλεται σε μετρικούς λόγους (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων)].

Russian (Dvoretsky)

δῐδῠμοτόκος: рождающий двойни Arst.