καρπίζω: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[καρπίζω]]) [[[καρπός]] (Ι)]<br /><b>μέσ.</b> <i>καρπίζομαι</i><br />(σχετικά με [[φήμη]], [[δόξα]], [[κύρος]]) [[αποκτώ]], έχω («δόξαν ἐσθλὴν ἐν βροτοῖς καρπίζεται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παράγω]] ή [[σχηματίζω]] καρπό, [[καρποφορώ]]<br /><b>2.</b> [[φέρω]] [[αποτέλεσμα]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να καρποφορήσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[συλλέγω]] τον καρπό («καρπίζουσι δὲ αὐτήν ἐν θέρει καὶ φθινοπώρῳ», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] γόνιμη τη γη («βαρβάρου ποταμοῡ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβρον», <b>Ευρ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />[[καρπίζω]] (Α) [[[καρπός]] (ΙΙ)]<br />[[απελευθερώνω]] δούλο αγγίζοντας τον με το [[κάρφος]], με το [[ραβδί]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[καρπίζω]]) [[[καρπός]] (Ι)]<br /><b>μέσ.</b> <i>καρπίζομαι</i><br />(σχετικά με [[φήμη]], [[δόξα]], [[κύρος]]) [[αποκτώ]], έχω («δόξαν ἐσθλὴν ἐν βροτοῖς καρπίζεται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παράγω]] ή [[σχηματίζω]] καρπό, [[καρποφορώ]]<br /><b>2.</b> [[φέρω]] [[αποτέλεσμα]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να καρποφορήσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[συλλέγω]] τον καρπό («καρπίζουσι δὲ αὐτήν ἐν θέρει καὶ φθινοπώρῳ», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] γόνιμη τη γη («βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβρον», <b>Ευρ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />[[καρπίζω]] (Α) [[[καρπός]] (ΙΙ)]<br />[[απελευθερώνω]] δούλο αγγίζοντας τον με το [[κάρφος]], με το [[ραβδί]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:00, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπίζω Medium diacritics: καρπίζω Low diacritics: καρπίζω Capitals: ΚΑΡΠΙΖΩ
Transliteration A: karpízō Transliteration B: karpizō Transliteration C: karpizo Beta Code: karpi/zw

English (LSJ)

(A), (καρπός A) A enjoy the fruits of, IG12(5).243 (Paros):— elsewh. always in Med., κ. γῆν Theopomp.Hist.217b; κλῆρον PFrankf.7.7 (iii B.C.), cf. Hyp.Fr.119, LXXJo.5.12, IG5(2).419.14 (Phigalea, iii B.C.), ib.7.413.28, al. (Oropus, i B.C.), etc.; Χρόνον Epicur.Ep.3p.61U.; but also, exhaust the soil, καρπίζεται τὴν γῆν μάλιστα πυρός Thphr.HP8.9.1, cf. CP4.8.1: metaph., δόξαν ἐσθλήν E.Hipp.432; κῦδος ἐκαρπίσατο Epigr.Gr.516.4 (Aegae), cf. Supp.Epigr.3.781 (Gortyn); exploit, BGU1571 (i A.D.); βέλτιον ἐμὲ (sc. τὴν σοφίαν) καρπίζεσθαι ὑπὲρ Χρυσίον LXXPr.8.19. II make fruitful, fertilize, E.Ba.408 (lyr.), Hel.1328 (lyr.).
καρπ-ίζω (B), (A κάρφος ΙΙ) enfranchise a slave by touching him with the rod, καρπίζομαι ἐπὶ ἐλευθερίᾳ, = Lat. adseror, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1328] 1) die Frucht abnehmen, einsammeln, ernten, Diosc. Gew. med., wie B. A. 104, 5 bemerkt wird καρπίσασθαι ἀντὶ τοῦ καρπώσασθαι; γῆν Theopomp. bei Ath. VI, 261 a, was auch »die Erde aussaugen« bedeutet, Theophr. – 2) Eur. Bacch. 406 Πάφον θ' ἃν βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβροι, befruchten; vgl. Hel. 1344. – S. καρπισμός.

Greek (Liddell-Scott)

καρπίζω: (Α), συλλέγω τὸν καρπόν, ἢ ἁπλῶς συλλέγω τι, «καρπίζουσι δὲ αὐτὴν (δηλ. τὴν δίκταμον) ἐν θέρει καὶ φθινοπώρῳ» Διοσκ. 3. 37. ΙΙ. Μέσ., καρπίζομαι = καρποῦμαι, καρπίζεσθαι γῆν Θεόπομπ. παρ᾽ Ἀθην. 261Α, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2561β (προσθῆκαι), 2737β· ἀλλ᾽ ὡσαύτως, ἐξαντλῶ, καρπίζεται τὴν γῆν μάλιστα πυρὸς εἶτα κριθὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 9, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 1· μεταφ., κῦδος ἐκαρπίζετο Συλλ. Ἐπιγρ. 1998. ΙΙΙ. καθιστῶ τι καρποφόρον, γονιμοποιῶ, Εὐρ. Βάκχ. 406, Ἑλ. 1228.

French (Bailly abrégé)

recueillir les fruits, récolter.
Étymologie: καρπός.

Greek Monolingual

(I)
καρπίζω) [[[καρπός]] (Ι)]
μέσ. καρπίζομαι
(σχετικά με φήμη, δόξα, κύρος) αποκτώ, έχω («δόξαν ἐσθλὴν ἐν βροτοῖς καρπίζεται», Ευρ.)
νεοελλ.
1. παράγω ή σχηματίζω καρπό, καρποφορώ
2. φέρω αποτέλεσμα
3. κάνω κάτι να καρποφορήσει
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) συλλέγω τον καρπό («καρπίζουσι δὲ αὐτήν ἐν θέρει καὶ φθινοπώρῳ», Διοσκ.)
2. κάνω γόνιμη τη γη («βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβρον», Ευρ.).
(II)
καρπίζω (Α) [[[καρπός]] (ΙΙ)]
απελευθερώνω δούλο αγγίζοντας τον με το κάρφος, με το ραβδί.

Greek Monotonic

καρπίζω: μέλ. -σω (καρπός), κάνω κάτι να καρπίσει, το κάνω γόνιμο, λιπαίνω το έδαφος καθιστώντας το εύφορο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καρπίζω: досл. оплодотворять, перен. орошать, утучнять (ἄχλοα πεδία Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρπίζω [καρπός] vruchtbaar maken; overdr. med. oogsten, de vruchten plukken van, met acc.: δόξαν κ. roem oogsten Eur. Hipp. 432.

Middle Liddell

καρπίζω, fut. -σω καρπός
to make fruitful, fertilise, Eur.