Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υποτρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
m (Text replacement - "<i>οι [[" to "οι [[")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑποτρίζω]] ΝΜΑ [[τρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι [[υποτρίζοντες]]<br />(ενν. <i>ρόγχοι</i>) <b>ιατρ.</b> ακροαστικά ευρήματα, υγροί ρόγχοι που γίνονται αντιληπτοί [[κατά]] την [[ακρόαση]] του θώρακα σε διάφορες παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος τόσο [[κατά]] την [[εισπνοή]] όσο και [[κατά]] την [[εκπνοή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> σιγοτρίζω («[[λεπτὸν]] ὑποτρίζων έδιχάζετο [[δόχμιος]] [[αὐχήν]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναδίδω]] τριγμό [[αποκάτω]] («[[οἷον]] ἐκ μυχοῡ τινος ἢ σπηλαίου φαραγγώδους [[βαρύ]] τι καὶ δυσηχές ὑποτρίζων», Ηλιόδ.)<br /><b>3.</b> (για διάφορα ζώα) [[βγάζω]] ήχο που μοιάζει με [[τρίξιμο]].
|mltxt=[[ὑποτρίζω]] ΝΜΑ [[τρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι [[υποτρίζοντες]]<br />(ενν. <i>ρόγχοι</i>) <b>ιατρ.</b> ακροαστικά ευρήματα, υγροί ρόγχοι που γίνονται αντιληπτοί [[κατά]] την [[ακρόαση]] του θώρακα σε διάφορες παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος τόσο [[κατά]] την [[εισπνοή]] όσο και [[κατά]] την [[εκπνοή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> σιγοτρίζω («[[λεπτὸν]] ὑποτρίζων έδιχάζετο [[δόχμιος]] [[αὐχήν]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναδίδω]] τριγμό [[αποκάτω]] («[[οἷον]] ἐκ μυχοῦ τινος ἢ σπηλαίου φαραγγώδους [[βαρύ]] τι καὶ δυσηχές ὑποτρίζων», Ηλιόδ.)<br /><b>3.</b> (για διάφορα ζώα) [[βγάζω]] ήχο που μοιάζει με [[τρίξιμο]].
}}
}}

Latest revision as of 20:30, 13 June 2022

Greek Monolingual

ὑποτρίζω ΝΜΑ τρίζω
νεοελλ.
(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποτρίζοντες
(ενν. ρόγχοι) ιατρ. ακροαστικά ευρήματα, υγροί ρόγχοι που γίνονται αντιληπτοί κατά την ακρόαση του θώρακα σε διάφορες παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος τόσο κατά την εισπνοή όσο και κατά την εκπνοή
μσν.-αρχ.
1. σιγοτρίζω («λεπτὸν ὑποτρίζων έδιχάζετο δόχμιος αὐχήν», Νόνν.)
2. αναδίδω τριγμό αποκάτωοἷον ἐκ μυχοῦ τινος ἢ σπηλαίου φαραγγώδους βαρύ τι καὶ δυσηχές ὑποτρίζων», Ηλιόδ.)
3. (για διάφορα ζώα) βγάζω ήχο που μοιάζει με τρίξιμο.