σκληροκάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[σκληροκάρδιος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει σκληρή [[καρδιά]], [[σκληρόκαρδος]], [[σκληρόψυχος]], [[ανάλγητος]], [[άσπλαχνος]] («ὁ δὲ [[σκληροκάρδιος]] οὐ συναντᾷ ἀγαθοῑς», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πεισματάρης]], [[ισχυρογνώμονας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> [[καρδία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
|mltxt=-α, -ο / [[σκληροκάρδιος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει σκληρή [[καρδιά]], [[σκληρόκαρδος]], [[σκληρόψυχος]], [[ανάλγητος]], [[άσπλαχνος]] («ὁ δὲ [[σκληροκάρδιος]] οὐ συναντᾷ ἀγαθοῖς», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πεισματάρης]], [[ισχυρογνώμονας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> [[καρδία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
}}
}}

Revision as of 14:55, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληροκάρδιος Medium diacritics: σκληροκάρδιος Low diacritics: σκληροκάρδιος Capitals: ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: sklērokárdios Transliteration B: sklērokardios Transliteration C: sklirokardios Beta Code: sklhroka/rdios

English (LSJ)

ον, A hard-hearted, stubborn, LXX Pr.17.20, Ez.3.7.

German (Pape)

[Seite 900] hartherzig, hartes Sinnes, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

σκληροκάρδιος: -ον, ὁ σκληρὸς τὴν καρδίαν, ἰσχυρογνώμων, ἄσπλαγχνος, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΖ΄, 20, Ἰεζεκ. Γ΄, 7).

Greek Monolingual

-α, -ο / σκληροκάρδιος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει σκληρή καρδιά, σκληρόκαρδος, σκληρόψυχος, ανάλγητος, άσπλαχνος («ὁ δὲ σκληροκάρδιος οὐ συναντᾷ ἀγαθοῖς», ΠΔ)
αρχ.
πεισματάρης, ισχυρογνώμονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + καρδία + κατάλ. -ιος].