ἐπανάκειμαι: Difference between revisions
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπανάκειμαι]] (Α) [[κείμαι]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[επιβεβλημένος]] (ειδ. ως [[τιμωρία]]) («τοῖς δὲ | |mltxt=[[ἐπανάκειμαι]] (Α) [[κείμαι]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[επιβεβλημένος]] (ειδ. ως [[τιμωρία]]) («τοῖς δὲ κακοῖς [[ταπεινός]] τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ [[ἀβίωτος]] ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται;», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] επαυξημένος, [[πρόσθετος]]<br /><b>3.</b> εισάγομαι, καταχωρίζομαι επί [[πλέον]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:00, 18 June 2022
English (LSJ)
A to be imposed upon as punishment, τινί X. Cyr.3.3.52. II to be superadded, κακὸν κακῷ -κείμενον Numen. ap.Eus.PE14.8. 2 to be entered as well in a register, Stud.Pal. 1.62.33 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 900] (s. κεῖμαι), darauf gesetzt sein als Strafe, Xen. Cyr. 3, 3, 52.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανάκειμαι: ἐπίκειμαι, εἶμαι ἐπιτεθειμένος ἐπί τινος, τοῖς δὲ κακοῖς ταπεινός τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται; Ξεν. Κύρ. 3. 3, 52.
French (Bailly abrégé)
être exposé ou réservé à, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἀνάκειμαι.
Greek Monolingual
ἐπανάκειμαι (Α) κείμαι
1. είμαι επιβεβλημένος (ειδ. ως τιμωρία) («τοῖς δὲ κακοῖς ταπεινός τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται;», Ξεν.)
2. είμαι επαυξημένος, πρόσθετος
3. εισάγομαι, καταχωρίζομαι επί πλέον.
Greek Monotonic
ἐπανάκειμαι: Παθ., επίκειμαι, επιβάλλομαι ως τιμωρία σε κάποιον, τινι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπανάκειμαι: предназначаться, быть уготованным (τοῖς κακοῖς ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται Xen.).
Middle Liddell
Pass. to be imposed upon as punishment, τινι Xen.