πτοία: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πτόα]] και [[πτόη]] και πτοίη, ἡ, Α [[πτοῶ</i> / <i>πτοιῶ]]<br /><b>1.</b> [[πτόηση]], [[μεγάλος]] [[φόβος]], [[τρομάρα]] (α. «[[ἀδιήγητος]] κατεῖχε ταραχὴ καὶ [[πτοία]] τοὺς Ῥωμαίους», <b>Πλούτ.</b><br />β. «θεωροῦν
|mltxt=και [[πτόα]] και [[πτόη]] και πτοίη, ἡ, Α [[πτοῶ</i> / <i>πτοιῶ]]<br /><b>1.</b> [[πτόηση]], [[μεγάλος]] [[φόβος]], [[τρομάρα]] (α. «[[ἀδιήγητος]] κατεῖχε ταραχὴ καὶ [[πτοία]] τοὺς Ῥωμαίους», <b>Πλούτ.</b><br />β. «θεωροῦν
τες οἱ Ῥωμαῖοι τὴν ἐν τοῖς πεζοῑς στρατοπέδοις πτοίαν καὶ δυσελπιστίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διέγερση]], [[ορμή]] της ψυχής, [[παρόρμηση]] (α. «[[πάθος]] ἐστὶ [[πτοία]] ψυχής», Ζήν.<br />β. «[[πτοία]] περὶ τὰ ἀφροδίσια», Επίκ).
τες οἱ Ῥωμαῖοι τὴν ἐν τοῖς πεζοῖς στρατοπέδοις πτοίαν καὶ δυσελπιστίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διέγερση]], [[ορμή]] της ψυχής, [[παρόρμηση]] (α. «[[πάθος]] ἐστὶ [[πτοία]] ψυχής», Ζήν.<br />β. «[[πτοία]] περὶ τὰ ἀφροδίσια», Επίκ).
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 15:00, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτοίᾱ Medium diacritics: πτοία Low diacritics: πτοία Capitals: ΠΤΟΙΑ
Transliteration A: ptoía Transliteration B: ptoia Transliteration C: ptoia Beta Code: ptoi/a

English (LSJ)

Ep. πτοίη Opp.H.3.431, Nic.Al.212: rarely πτόα, EM 695.1, v.l. in Ph.1.531; and πτόη, LXX 1 Ma.3.25, 3 Ma.6.17: ἡ: (πτοέω):—A terror, fright, Onos.6.5; παραχὴ καὶ π. Plu.Fab.11, cf. Ph.2.204, al.; ἀμυδραὶ καὶ φαντασιώδεις π. Philostr.VA7.14, cf. Plb. 1.39.14, 1.68.6. II excitement, πάθος ἐστὶ πτοία ψυχῆς Zeno Stoic. 1.51, cf. Chrysipp.ib.3.127; π. περὶ τὰ ἀφροδίσια, εἰς ἀφρ., Epicur. Fr.458, Ael.NA10.27; ἡ περὶ φιλοσοφίαν π. Procl.in Alc.p.43C., cf. Plu.2.83d: pl., Ti.Locr.103b.

German (Pape)

[Seite 810] ἡ, = πτόα; καὶ παραφροσύναι, im plur., Tim. Locr. 103 b; Pol. 1, 39, 14 u. öfter; ἐς κραδίην πτοίην βάλε, Nic. Al. 212; εἰς Ἀφροδίσια, Ael. H. A. 10, 27; φόβῳ καὶ πτοίᾳ, Philostr.; ταραχὴ καὶ πτοία κατεῖχε τοὺς Ῥωμαίους, Plut. Fab. 11.

Greek (Liddell-Scott)

πτοίᾱ: πτοιᾱλέος, πτοιέω, πτοίησις, πτοιητός, ἴδε ἐν λ. πτο-.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 épouvante, effroi;
2 transport de passion.
Étymologie: πτοέω.

Greek Monolingual

και πτόα και πτόη και πτοίη, ἡ, Α [[πτοῶ / πτοιῶ]]
1. πτόηση, μεγάλος φόβος, τρομάρα (α. «ἀδιήγητος κατεῖχε ταραχὴ καὶ πτοία τοὺς Ῥωμαίους», Πλούτ.
β. «θεωροῦν τες οἱ Ῥωμαῖοι τὴν ἐν τοῖς πεζοῖς στρατοπέδοις πτοίαν καὶ δυσελπιστίαν», Πολ.)
2. διέγερση, ορμή της ψυχής, παρόρμηση (α. «πάθος ἐστὶ πτοία ψυχής», Ζήν.
β. «πτοία περὶ τὰ ἀφροδίσια», Επίκ).

Russian (Dvoretsky)

πτοία: ἡ = πτόα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτοία -ας, ἡ [πτοέω] vrees.