δόξασμα: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[creencia]], [[opinión]] τὰ ἀνθρώπινα δοξάσματα Heraclit.B 70, cf. Pl.<i>Phdr</i>.274c, ὁποῖα τούτων τῶν δοξασμάτων ἀληθῆ; Pl.<i>Tht</i>.158e, cf. <i>Plt</i>.260b, τῷ αὐτῷ ὑπὸ ἁπάντων ἰδίᾳ δοξάσματι con la misma opinión guardada individualmente por todos</i> Th.1.141, οἳ κενῶν δοξασμάτων πλήρεις πλανᾶσθε E.<i>El</i>.383, cf. <i>Fr</i>.495.42, Iambl.<i>Protr</i>.21, οὐκ ἀξίων λόγου δοξασμάτων Iambl.<i>Myst</i>.1.1.<br /><b class="num">2</b> [[gloria]] δέδωκα ... σωτηρίαν τῷ Ισραηλ εἰς δ. LXX <i>Is</i>.46.13, cf. <i>La</i>.2.1.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[creencia]], [[opinión]] τὰ ἀνθρώπινα δοξάσματα Heraclit.B 70, cf. Pl.<i>Phdr</i>.274c, ὁποῖα τούτων τῶν δοξασμάτων ἀληθῆ; Pl.<i>Tht</i>.158e, cf. <i>Plt</i>.260b, τῷ αὐτῷ ὑπὸ ἁπάντων ἰδίᾳ δοξάσματι con la misma opinión guardada individualmente por todos</i> Th.1.141, οἳ κενῶν δοξασμάτων πλήρεις πλανᾶσθε E.<i>El</i>.383, cf. <i>Fr</i>.495.42, Iambl.<i>Protr</i>.21, οὐκ ἀξίων λόγου δοξασμάτων Iambl.<i>Myst</i>.1.1.<br /><b class="num">2</b> [[gloria]] δέδωκα ... σωτηρίαν τῷ Ισραηλ εἰς δ. [[LXX]] <i>Is</i>.46.13, cf. <i>La</i>.2.1.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:34, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόξασμα Medium diacritics: δόξασμα Low diacritics: δόξασμα Capitals: ΔΟΞΑΣΜΑ
Transliteration A: dóxasma Transliteration B: doxasma Transliteration C: doksasma Beta Code: do/casma

English (LSJ)

ατος, τό, A opinion, notion, conjecture, Th.1.141, Pl.Phdr.274c, etc.; fancy, E.El. 383; idea, presentation, Pl.Tht.158e. II glory, LXX Is.46.13, La.2.1.

German (Pape)

[Seite 657] τό, das Gemeinte, die Meinung; Plat. Theaet. 158 e u. öfter; Wahn, κενά Eur. El. 383; Ruhm, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

δόξασμα: τό, γνώμη, ἰδέα, εἰκασία, Θουκ. 1. 141, Πλάτ. Φαίδρ. 274C, κτλ.· -φαντασία, Εὐρ. Ἠλ. 583· ὡς τὸ δοκοῦν, φαντασία, οὐχὶ πραγματική ἀντίληψις, φάντασμα, Πλάτ. Θεαιτ. 158Ε. ΙΙ. δόξα Ἑβδ. (Ἠσαΐ. 46.13).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
opinion, croyance.
Étymologie: δοξάζω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 creencia, opinión τὰ ἀνθρώπινα δοξάσματα Heraclit.B 70, cf. Pl.Phdr.274c, ὁποῖα τούτων τῶν δοξασμάτων ἀληθῆ; Pl.Tht.158e, cf. Plt.260b, τῷ αὐτῷ ὑπὸ ἁπάντων ἰδίᾳ δοξάσματι con la misma opinión guardada individualmente por todos Th.1.141, οἳ κενῶν δοξασμάτων πλήρεις πλανᾶσθε E.El.383, cf. Fr.495.42, Iambl.Protr.21, οὐκ ἀξίων λόγου δοξασμάτων Iambl.Myst.1.1.
2 gloria δέδωκα ... σωτηρίαν τῷ Ισραηλ εἰς δ. LXX Is.46.13, cf. La.2.1.

Greek Monolingual

το (AM δόξασμα)
1. δοξασία
2. έπαινος, εγκώμιο
αρχ.
1. φαντασία
2. δόξα.

Greek Monotonic

δόξασμα: -ατος, τό, αντίληψη, άποψη, γνώμη, ιδέα, εικασία, σε Θουκ. κ.λπ.· φαντασίωση, όραμα, ψευδαίσθηση, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δόξασμα: ατος τό мнение, предположение Plat.: κενὰ δοξάσματα Eur. предрассудки.

Middle Liddell

δόξασμα, ατος, τό, [from δοξάζω n
an opinion, notion, conjecture, Thuc., etc.:— a fancy, Eur.

English (Woodhouse)

conceit, conjecture, fancy, guess, idea, imagination, notion, opinion

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)