ἀγωνιάω: Difference between revisions
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> [[competir]], [[luchar]] πρὸς [[ἀλλήλους]] Isoc.4.91, cf. D.21.61, ζεῦγος περὶ τῆς ψυχῆς ἀγωνιούμενον una pareja (de gladiadores) combatiendo a vida o muerte</i>, <i>IBeroeae</i> 69.10 (III d.C.).<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>intr. [[estar preocupado, angustiado]] ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον Pl.<i>Ly</i>.210e, τετραχύνθαι τε καὶ ἀ. Pl.<i>Prt</i>.333e, ὠχριῶσι τὰ πρόσωπα οἱ ἀγωνιῶντες a los que están angustiados les palidece el semblante</i> Arist.<i>Pr</i>.869<sup>b</sup>8, μὴ [[ἀγωνία]] no sufras</i>, <i>A.Al</i>.11B.1.14, cf. Men.<i>Her</i>.2, <i>PPetr</i>.2.11.1.8 (III a.C.), <i>SB</i> 13867.71 (II d.C.), ἀ. μεγάλως <i>Eu.Petr</i>.1.45, οὐ μετρίως ἀ. <i>PGiss</i>.17.5, 12 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. distintas prep. expr. el motivo de preocupación περὶ ὧν ἀγωνιῶσι μὴ φοβούμενοι por las cosas que se experimenta angustia, pero no temor</i> Arist.<i>Rh</i>.1367<sup>a</sup>16, [[Βροῦτος]] ... ἐφ' ᾧ λέγεται ... ἀγωνιᾶσαι Plu.<i>Caes</i>.46, ἠγωνίασεν ὁ δῆμος διὰ τὸ ἐκτενῶς διακεῖσθαι πρὸς αὐτήν <i>IKyme</i> 13.84 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[temer]] c. ac. τὰς πεζικὰς δυνάμεις Plb.1.20.6, ἀ. τὴν ἀθεσίαν τῶν Κελτῶν Plb.3.78.2, οὐ Λακεδαιμονίους οὐδὲ Ῥωμαίους ἀ. Plb.38.13.3, τὸν κύριον LXX <i>Da</i>.1.10<br /><b class="num">•</b>c. inf. λέγειν Plb.5.51.5, [[εἰπεῖν]] Origenes <i>Dial</i>.15.7<br /><b class="num">•</b>c. μή y subj. ἀγωνιῶν μὴ πιστευθῇ παρά τισιν temiendo que encuentre crédito entre algunos</i> Plb.3.9.2<br /><b class="num">•</b>c. εἰ y fut. ἀγωνιῶντες εἴ τι πείσεται τοιαύτη φύσις Nic.Dam.<i>Vit.Caes</i>.20. | |dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> [[competir]], [[luchar]] πρὸς [[ἀλλήλους]] Isoc.4.91, cf. D.21.61, ζεῦγος περὶ τῆς ψυχῆς ἀγωνιούμενον una pareja (de gladiadores) combatiendo a vida o muerte</i>, <i>IBeroeae</i> 69.10 (III d.C.).<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>intr. [[estar preocupado, angustiado]] ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον Pl.<i>Ly</i>.210e, τετραχύνθαι τε καὶ ἀ. Pl.<i>Prt</i>.333e, ὠχριῶσι τὰ πρόσωπα οἱ ἀγωνιῶντες a los que están angustiados les palidece el semblante</i> Arist.<i>Pr</i>.869<sup>b</sup>8, μὴ [[ἀγωνία]] no sufras</i>, <i>A.Al</i>.11B.1.14, cf. Men.<i>Her</i>.2, <i>PPetr</i>.2.11.1.8 (III a.C.), <i>SB</i> 13867.71 (II d.C.), ἀ. μεγάλως <i>Eu.Petr</i>.1.45, οὐ μετρίως ἀ. <i>PGiss</i>.17.5, 12 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. distintas prep. expr. el motivo de preocupación περὶ ὧν ἀγωνιῶσι μὴ φοβούμενοι por las cosas que se experimenta angustia, pero no temor</i> Arist.<i>Rh</i>.1367<sup>a</sup>16, [[Βροῦτος]] ... ἐφ' ᾧ λέγεται ... ἀγωνιᾶσαι Plu.<i>Caes</i>.46, ἠγωνίασεν ὁ δῆμος διὰ τὸ ἐκτενῶς διακεῖσθαι πρὸς αὐτήν <i>IKyme</i> 13.84 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[temer]] c. ac. τὰς πεζικὰς δυνάμεις Plb.1.20.6, ἀ. τὴν ἀθεσίαν τῶν Κελτῶν Plb.3.78.2, οὐ Λακεδαιμονίους οὐδὲ Ῥωμαίους ἀ. Plb.38.13.3, τὸν κύριον [[LXX]] <i>Da</i>.1.10<br /><b class="num">•</b>c. inf. λέγειν Plb.5.51.5, [[εἰπεῖν]] Origenes <i>Dial</i>.15.7<br /><b class="num">•</b>c. μή y subj. ἀγωνιῶν μὴ πιστευθῇ παρά τισιν temiendo que encuentre crédito entre algunos</i> Plb.3.9.2<br /><b class="num">•</b>c. εἰ y fut. ἀγωνιῶντες εἴ τι πείσεται τοιαύτη φύσις Nic.Dam.<i>Vit.Caes</i>.20. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:55, 20 June 2022
English (LSJ)
inf. A -ιᾶν Pl.Prt.333e, part. -ιῶν Id.Chrm.162c, Isoc.4.91: impf.ἠγωνίων Plb.1.10.6, etc.: fut.-άσω [ᾱ] Porph.Abst.1.54: aor. ἠγωνίᾱσα Timocl.22.5, Phld.Oec.p.41 J., D.S. 14.60: pf. ἠγωνίᾱκα (ὑπερ-) [D.]61.28:—contend eagerly, struggle, D.21.61; πρὸς ἀλλήλους Isoc.l.c. II to be distressed or anxious, be in an agony, τετραχύνθαι τε καὶ ἀ. Pl.Prt.333e; ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον Id.Ly.210e, cf. Arist.Pr.869b8, Men.Her.2, PPetr.3p.151; περί τινος Arist.Rh.1367a15: c.acc., Plb.1.20.6, al.; ἐπί τινι Plu.Caes.46; ἀ. μή . . Plb.3.9.2, etc.; ἀ. εἴ τι πείσεται Nic.Dam.Vit. Caes.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγωνιάω: ἀπαρ. -ιᾶν, Πλάτ. Πρωτ. 333E, μετοχ. -ιῶν, ὁ αὐτ. Χαρμ. 162C, Ἰσοκρ. (ὁριστ. κατὰ πρῶτον παρὰ Λουκ.)· παρατ. ἠγωνίων, Πολύβ., κτλ.: μέλλ. άσω, [ᾶ] Πορφ. περὶ Ἀποχ. 1, 54· ἀόρ. ἠγωνίᾱσα, Τιμοκλ. ἐν «Μαραθωνίοις» 1, Διόδ. πρκμ. ἠγωνίᾱκα, (ὑπερ-) Δημ. 1410. 5. - ὡς τὸ ἀγωνίζομαι, ἁμιλλῶμαι μετὰ προθυμίας, παλαίω, προσπαθῶ, Δημ. 534. 11· πρὸς ἀλλήλους, Ἰσοκρ. 59Β. ΙΙ. εἶμαι τεθλιμμένος ἢ ἀνήσυχος, εἶμαι ἐν ἀγωνία, τετραχύνθαι τε καὶ ἀγ., Πλάτ. Πρωτ. 333Ε· ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον, ὁ αὐτ. Λύσις, 210Ε· πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2.26, 2· περί τινος, ὁ αὐτ. Ῥητ. 1. 9, 21· μετ’ αἰτιατ., Πολύβ. 1.20, 6, καὶ ἀλλ.· ἐπί τινι, Πλουτ. Καῖσ. 46· ἀγ. μή... Πολύβ. 3. 9, 2, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀγωνιάσω, ao. ἠγωνίασα, pf. inus.
1 lutter, rivaliser;
2 s’agiter, s’inquiéter, craindre.
Étymologie: ἀγωνία.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
I competir, luchar πρὸς ἀλλήλους Isoc.4.91, cf. D.21.61, ζεῦγος περὶ τῆς ψυχῆς ἀγωνιούμενον una pareja (de gladiadores) combatiendo a vida o muerte, IBeroeae 69.10 (III d.C.).
II 1intr. estar preocupado, angustiado ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον Pl.Ly.210e, τετραχύνθαι τε καὶ ἀ. Pl.Prt.333e, ὠχριῶσι τὰ πρόσωπα οἱ ἀγωνιῶντες a los que están angustiados les palidece el semblante Arist.Pr.869b8, μὴ ἀγωνία no sufras, A.Al.11B.1.14, cf. Men.Her.2, PPetr.2.11.1.8 (III a.C.), SB 13867.71 (II d.C.), ἀ. μεγάλως Eu.Petr.1.45, οὐ μετρίως ἀ. PGiss.17.5, 12 (II d.C.)
•c. distintas prep. expr. el motivo de preocupación περὶ ὧν ἀγωνιῶσι μὴ φοβούμενοι por las cosas que se experimenta angustia, pero no temor Arist.Rh.1367a16, Βροῦτος ... ἐφ' ᾧ λέγεται ... ἀγωνιᾶσαι Plu.Caes.46, ἠγωνίασεν ὁ δῆμος διὰ τὸ ἐκτενῶς διακεῖσθαι πρὸς αὐτήν IKyme 13.84 (II a.C.).
2 temer c. ac. τὰς πεζικὰς δυνάμεις Plb.1.20.6, ἀ. τὴν ἀθεσίαν τῶν Κελτῶν Plb.3.78.2, οὐ Λακεδαιμονίους οὐδὲ Ῥωμαίους ἀ. Plb.38.13.3, τὸν κύριον LXX Da.1.10
•c. inf. λέγειν Plb.5.51.5, εἰπεῖν Origenes Dial.15.7
•c. μή y subj. ἀγωνιῶν μὴ πιστευθῇ παρά τισιν temiendo que encuentre crédito entre algunos Plb.3.9.2
•c. εἰ y fut. ἀγωνιῶντες εἴ τι πείσεται τοιαύτη φύσις Nic.Dam.Vit.Caes.20.
Greek Monotonic
ἀγωνιάω: μέλ. -άσω [ᾱ], αόρ. αʹ ἠγωνίᾱσα, παρακ. ἠγωνίᾱκα (ἀγωνία)·
I. όπως το ἀγωνίζομαι, παλεύω, αγωνίζομαι έντονα, προσπαθώ, μάχομαι, σε Δημ. κ.λπ.
II. είμαι ανήσυχος, βρίσκομαι σε αγωνία, σε Πλάτ.· περί τινος, σε Αριστ.· ἐπί τινι, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγωνιάω:
1) бороться, соревноваться, соперничать (πρὸς ἀλλήλους Isocr.);
2) беспокоиться, тревожиться (περί τινος Polyb., Plut., ὑπέρ τινος, ἐπί τινι и περί τι Plut.): ἐδόκει μοι τετραχύνθαι τε καὶ ἀ. Plat. он, кажется мне, раздражен и взволнован; ἀ. τινα Polyb. опасаться кого-л.
Middle Liddell
ἀγωνία
I. like ἀγωνίζομαι, to contend eagerly, struggle, Dem., etc.
II. to be distressed, be in an agony, Plat.; περί τινος Arist.; ἐπί τινι Plut.