ἀναλάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναλάζομαι''': ἀποθ., [[ἀναλαμβάνω]], [[λαμβάνω]] [[πάλιν]], [[Ζεὺς]] δὲ [[πάλιν]] σφετέρην ἀνελάζετο μορφὴν Μόσχ. 2. 159 (163).
|lstext='''ἀναλάζομαι''': ἀποθ., [[ἀναλαμβάνω]], [[λαμβάνω]] [[πάλιν]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] δὲ [[πάλιν]] σφετέρην ἀνελάζετο μορφὴν Μόσχ. 2. 159 (163).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:23, 30 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλάζομαι Medium diacritics: ἀναλάζομαι Low diacritics: αναλάζομαι Capitals: ΑΝΑΛΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: analázomai Transliteration B: analazomai Transliteration C: analazomai Beta Code: a)nala/zomai

English (LSJ)

A take again, μορφήν Mosch.2.163.

German (Pape)

[Seite 195] wieder annehmen, μορφήν Mosch. 2, 159.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλάζομαι: ἀποθ., ἀναλαμβάνω, λαμβάνω πάλιν, Ζεὺς δὲ πάλιν σφετέρην ἀνελάζετο μορφὴν Μόσχ. 2. 159 (163).

French (Bailly abrégé)

reprendre.
Étymologie: ἀνά, λάζομαι.

Spanish (DGE)

tomar de nuevo Ζεὺς δὲ πάλιν σφετέρην ἀνελάζετο μορφήν Mosch.2.163.

Greek Monotonic

ἀναλάζομαι: αποθ., μόνο στον ενεστ., αναλαμβάνω, σε Μόσχ.

Middle Liddell


Dep. only in pres., to take again, Mosch.