ἄκνισος: Difference between revisions

From LSJ

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκνῑσος''': -ον, ([[κνῖσα]]) = [[ἄνευ]] κνίσης, [[ἤτοι]] [[ἄνευ]] τοῦ πάχους τῶν θυμάτων, [[βωμός]], Ἀνθ. Π. 10. 7· [[οὕτως]] ὁ Κόβητος διορθοῖ, βωμοῖσι παρ’ ἀκνίσοισι ἐν Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 6. 2) [[ἰσχνός]], [[ἀδύνατος]], ἐπὶ προσώπων, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4, 6· ἐπὶ ἐδέσματος, Πλουτ. 2. 123Β.
|lstext='''ἄκνῑσος''': -ον, ([[κνῖσα]]) = [[ἄνευ]] κνίσης, [[ἤτοι]] [[ἄνευ]] τοῦ πάχους τῶν θυμάτων, [[βωμός]], Ἀνθ. Π. 10. 7· [[οὕτως]] ὁ Κόβητος διορθοῖ, βωμοῖσι παρ’ ἀκνίσοισι ἐν Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 6. 2) [[ἰσχνός]], [[ἀδύνατος]], ἐπὶ προσώπων, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4, 6· ἐπὶ ἐδέσματος, Πλουτ. 2. 123Β.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:30, 30 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκνῑσος Medium diacritics: ἄκνισος Low diacritics: άκνισος Capitals: ΑΚΝΙΣΟΣ
Transliteration A: áknisos Transliteration B: aknisos Transliteration C: aknisos Beta Code: a)/knisos

English (LSJ)

ον, (κνῖσα) A without fat of sacrifices, βωμός AP10.7 (Arch.); βωμοῖσι παρ' ἀκνίσοισι cj. Cobet in Luc.JTr.6. 2 lacking in fats, τροφή Thphr.CP2.4.6, cf. Plu.2.123b. 3 without savoury odour, Hp.Morb.2.54; ἔλαιον not greasy, Aret.CA1.6. Adv. ἀκνίσως without being smoked or burnt, Gal.14.266.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκνῑσος: -ον, (κνῖσα) = ἄνευ κνίσης, ἤτοι ἄνευ τοῦ πάχους τῶν θυμάτων, βωμός, Ἀνθ. Π. 10. 7· οὕτως ὁ Κόβητος διορθοῖ, βωμοῖσι παρ’ ἀκνίσοισι ἐν Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 6. 2) ἰσχνός, ἀδύνατος, ἐπὶ προσώπων, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4, 6· ἐπὶ ἐδέσματος, Πλουτ. 2. 123Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans graisse, non gras, maigre.
Étymologie: ἀ, κνῖσα.

Spanish (DGE)

(ἄκνῑσος) -ον
• Alolema(s): ἄκνισσ- Plu.2.123b
I 1que no tiene grasa, en que no se sacrifica βωμός AP 10.7 (Arch.).
2 pobre en grasas σιτίοισι διαχρῆσθαι ... ἀνάλτοισι καὶ ἀκνίσοισιν Hp.Morb.2.54a, (τροφή) Thphr.CP 2.4.6, cf. Plu.l.c.
muy refinado ἔλαιον ἄ. Aret.CA 1.6.5.
II adv. -ως sin humo, sin ahumar ἵνα ἄ. ἡ ἕψησις αὐτῶν γένηται Gal.14.266.

Greek Monolingual

ἄκνισος, -ον (Α) κνῑσα
1. αυτός που δεν έχει κνίσα προερχόμενη από θυσίες
2. (για τροφή) άπαχος
3. αυτός που δεν έχει ωραία οσμή.

Greek Monotonic

ἄκνῑσος: -ον (κνῖσα), χωρίς το πάχος, το λίπος των θυσιών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκνῑσος:
1) не окутанный жертвенным чадом, т. е. погасший, пустой (βωμός Luc., Anth.);
2) нежирный (τροφή Plut.).

Middle Liddell

κνῖσα
without the fat of sacrifices, Anth.