διαστείχω: Difference between revisions
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διαστείχω:''' (aor. διέστιχον)<br /><b class="num">1)</b> проходить через или насквозь (πόλιν Eur.); δ. πλούτου Pind. жить в богатстве;<br /><b class="num">2)</b> идти, отправляться (μᾶλα νομεύειν Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> расхаживать, ходить (ὁ [[παῖς]] διαστείχων Anth.). | |elrutext='''διαστείχω:''' (aor. διέστιχον)<br /><b class="num">1)</b> проходить через или насквозь (πόλιν Eur.); δ. πλούτου Pind. жить в богатстве;<br /><b class="num">2)</b> [[идти]], [[отправляться]] (μᾶλα νομεύειν Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> [[расхаживать]], [[ходить]] (ὁ [[παῖς]] διαστείχων Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 09:45, 19 August 2022
English (LSJ)
aor. -έστῐχον (v. infr.), A go through or across, πόλιν, γύαλα, E.Andr.1090,1092. 2 c. gen., δ. πλούτου walk in ways of wealth, Pi.I.3.17. 3 go one's way, ἀνεγρομένη γε διέστιχε Theoc. 27.69; walk, AP12.85 (Mel.), Coluth.215.
German (Pape)
[Seite 603] durchgehen; πλούτου δ. Pind. I. 3. 17, d. i. sich in Reichthum befinden; auch Nonn. vrbdt es mit dem gen.; πόλιν, durch die Stadt, Eur. Andr. 1091; – Sp.; – übh. = gehen, weggehen, Mel. 20 (XII, 85); Coluth. 215; διέστιχε Theocr. 27, 68.
Greek (Liddell-Scott)
διαστείχω: ἀόρ. -έστῐχον· - διέρχομαι ἢ διαβαίνω, πόλιν, γύαλα Εὐρ. Ἀνδρ. 1090, 1092. 2) μετὰ γεν., δ. πλούτου, ἔχω ἄφθονον πλοῦτον, Πίνδ. Ι. 3, 27. 3) ὑπάγω εἰς τὸν δρόμον μου, «ἐς τὴ δουλειά μου», ἀνεγρομένη γε διέστιχε (ὁ Brunck διαπέστιχε, ὁ δὲ Ahrens σῖγ’ ἔστιχε) Θεόκρ. 27. 67.
French (Bailly abrégé)
ao.2 διέστιχον;
s’avancer à travers, acc..
Étymologie: διά, στείχω.
English (Slater)
διαστείχω
1 go through met. make use of c. gen. καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (Hermann: διέστιχον codd.: “malim intellegere οὐ φείσαντο τοῦ πλούτου. de gen. cll. διέπρησσον formula epica, ut ἀπὸ κοινοῦ et ad σύννομοι et ad διέστειχον referre liceat” Schroeder. πλοῦτον ἐκτῶντο Σ.) (I. 3.17)
Spanish (DGE)
I 1tr. recorrer, atravesar c. ac. πόλιν E.Andr.1090, γύαλα E.Andr.1092, ἄλσεα Nonn.D.4.332, κενεῶνα Nonn.D.21.312, c. gen. θαλάμοιο Nonn.D.8.16, 10.66, θαλάσσης Nonn.Par.Eu.Io.6.19.
2 c. gen. hacer uso de, emplear πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις emplearon la riqueza en el arduo ejercicio de las cuadrigas Pi.I.3/4.17b.
II intr.
1 caminar, marchar, andar, AP 12.85 (Mel.), Nonn.D.25.533, Colluth.215, ὠκυτέρῳ ... πεδίλῳ Nonn.Par.Eu.Io.4.28
•fig. continuar, proseguir una investigación, abs. Θεῷ πίσυνοι διαστείχωμεν Cyr.Al.M.68.592A.
2 dirigirse, encaminarse ἀνεγρομένη γε διέστιχε μᾶλα νομεύειν levantándose se fue a apacentar sus cabras Theoc.27.69 (cód.), εἰς ῥόον ... Ὠκεανοῖο Nonn.D.12.116, διέστειχεν ὅπῃ βούλοιτο Eun.VS 474.
3 salir de, abandonar c. gen. νεκρὸν ... διαστείχοντα βερέθρου Nonn.Par.Eu.Io.11.42.
4 entrar c. εἰς y ac.: ἐς δόμον Nonn.D.8.188, εἰς μυχὸν ... παρθενεῶνος Nonn.D.6.159
•alcanzar, llegar a εἰς πάντας ... διαστείχει βλάβη Cyr.Al.M.68.461C.
Greek Monolingual
διαστείχω (Α)
1. διέρχομαι, διαβαίνω
2. φρ. «διαστείχω πλούτου» — έχω άφθονα πλούτη.
Greek Monotonic
διαστείχω: αόρ. βʹ -έστῐχον·
1. διέρχομαι ή διαβαίνω, με αιτ., σε Ευρ.
2. πηγαίνω, βαδίζω στον δρόμο μου, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
διαστείχω: (aor. διέστιχον)
1) проходить через или насквозь (πόλιν Eur.); δ. πλούτου Pind. жить в богатстве;
2) идти, отправляться (μᾶλα νομεύειν Theocr.);
3) расхаживать, ходить (ὁ παῖς διαστείχων Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-στείχω met acc. door... heen gaan:. πόλιν door de stad gaan Eur. Andr. 1090. intrans. dóórlopen:. τὸν παῖδα διαστείχοντ ’ ἐνόησα ik merkte dat de jongeman doorliep AP 12.85.5.
Middle Liddell
aor2 -έστῐχον
1. to go through or across, c. acc., Eur.
2. to go one's way, Theocr.