Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περικαθάπτω: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περικᾰθάπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> привязывать, привешивать (τι τῷ ἀγκίστρῳ Plut.);<br /><b class="num">2)</b> med. надевать на себя (νεβρίδας Plut.).
|elrutext='''περικᾰθάπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[привязывать]], [[привешивать]] (τι τῷ ἀγκίστρῳ Plut.);<br /><b class="num">2)</b> med. надевать на себя (νεβρίδας Plut.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:15, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικαθάπτω Medium diacritics: περικαθάπτω Low diacritics: περικαθάπτω Capitals: ΠΕΡΙΚΑΘΑΠΤΩ
Transliteration A: perikatháptō Transliteration B: perikathaptō Transliteration C: perikathapto Beta Code: perikaqa/ptw

English (LSJ)

A fasten or put on, τῷ ἀγκίστρῳ ἰχθῦς Plu.Ant.29 :— Med., fasten on oneself, put on, νεβρίδας Id.2.364e. 2 = περικαταστρέφω, ἀγγεῖον Str.16.4.6; ἄμβικα Dsc.5.95; τρύβλιον τῷ ἀλγοῦντι μέρει Id.Eup.2.45; enclose, πυξίδα πυξίδι Ps.-Callisth.3.31. 3 intr. c. dat., grasp, enclose, ἀκτῖνες οἷον χειρῶν ἐπαφαῖς π. τοῖς ἐκτὸς σώμασι Placit.4.13.9, Gal.Phil.Hist.94.

German (Pape)

[Seite 578] rings herum od. darüber anknüpfen, ἀγκίστρῳ ἰχθῦς, Plut. Art. 29. – Med. sich anziehen, νεβρίδας, Plut. Is. et Osir. 35.

Greek (Liddell-Scott)

περικαθάπτω: προσδένω ἢ ἀναρτῶ πέριξ, περικαθάψαντες ἀγγεῖον Στράβ. 770· περικαθάπτειν ἰχθῦς τῷ ἀγκίστρῳ Πλουτ. Ἀντών. 29. ― Μέσ., προσδένω ἐπάνω μου, φορῶ, νεβρίδας περικαθάπτονται ὁ αὐτ. 2. 364Ε.

French (Bailly abrégé)

attacher autour : τινί τι attacher une chose à une autre;
Moy. περικαθάπτομαι attacher ou ajuster sur soi, acc..
Étymologie: περί, καθάπτω.

Greek Monolingual

Α
1. αναρτώ γύρω γύρω, κρεμώ κάτι ολόγυρα («ἐκέλευσε τοὺς ἁλιεῑς... κρύφᾳ τῷ ἀγκίστρῳ περικαθάπτειν ἰχθῡς»
Πλούτ.)
2. αναποδογυρίζω
3. εγκλείω
4. περικλείω, περιβάλλω
5. μέσ. περικαθάπτομαι
α) προσδένω κάτι στο σώμα μου
β) φορώ κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + καθάπτω «θέτω πάνω σε κάτι, κρεμώ, περιβάλλω»].

Greek Monotonic

περικαθάπτω: μέλ. -ψω, προσδένω ή κρεμώ ολόγυρα, ἀγγεῖον, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

περικᾰθάπτω:
1) привязывать, привешивать (τι τῷ ἀγκίστρῳ Plut.);
2) med. надевать на себя (νεβρίδας Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-καθάπτω bevestigen aan, met acc. en dat.

Middle Liddell

fut. ψω
to fasten or hang on all round, ἀγγεῖον Plut.