ἀπᾴδω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπᾴδω:'''<br /><b class="num">1)</b> петь или звучать не в тон, фальшивить Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[отступать]], [[отклоняться]] ([[ἀπό]] τινος Plat., πρός τι Plut. и τινός Luc.).
|elrutext='''ἀπᾴδω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[петь или звучать не в тон]], [[фальшивить]] Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[отступать]], [[отклоняться]] ([[ἀπό]] τινος Plat., πρός τι Plut. и τινός Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[sing]] out of [[tune]], be out of [[tune]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> metaph. to [[dissent]], ἀπ' [[ἀλλήλων]] Plat.<br /><b class="num">2.</b> to [[wander]] [[away]], ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Plat.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[sing]] out of [[tune]], be out of [[tune]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> metaph. to [[dissent]], ἀπ' [[ἀλλήλων]] Plat.<br /><b class="num">2.</b> to [[wander]] [[away]], ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Plat.
}}
}}

Revision as of 17:15, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾴδω Medium diacritics: ἀπᾴδω Low diacritics: απάδω Capitals: ΑΠΑΔΩ
Transliteration A: apā́idō Transliteration B: apadō Transliteration C: apado Beta Code: a)pa/|dw

English (LSJ)

fut. A -ᾴσομαι Pl.Ti.26d:—sing out of tune, ὅλῃ ἁρμονίᾳ Id.Lg.802e; ἐπὶ τὸ ὀξύ Arist.Pr.919b23: abs., Pl.Hp.Mi.374c, D.Chr. 13.20, etc. II metaph., dissent, ἀπ' ἀλλήλων Pl.Lg.662b; πρὸς τὴν καθεστῶσαν πολιτείαν Plu.Lyc.27: c. gen., ἐθῶν Luc.Anach.6; to be at variance with, τῆς ἀληθείας Ph.1.235; fall short of, τῆς διὰ τῶν νεύρων ἰσχύος Hero Bel.112.16. 2 wander away, πολὺ ἀπῇσας ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Pl.Hp.Ma.292c. 3 in part., unbefitting, ἀπᾴδοντα τῷ θεῷ ἐγκώμια Jul.Or.4.132b; τῷ πράγματι Lib.Or.10.34; ξένον καὶ ἀπᾷδον τὸ ῥῆμα Porph.Chr.69.

German (Pape)

[Seite 274] im Gesang abweichen, τῇ ἁρμονίᾳ, nicht zusammenklingen, Plat. Legg. VII, 802 e; mißhellig sein, abweichen, ἀπ' ἀλλήλων II, 662 b; ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Hipp. mai. 292 c; πρός τι Plut. Lyc. 27; ὡς μὴ ἀπᾴδειν θάτερον θατέρου Luc. Pisc. 6; Plut. reip. ger. praec. p. 165 τοὺς ἄλλως ἀπᾴδοντας ἐς τὸ ἐμμελὲς ἄγειν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾴδω: μέλλ. - ᾄσομαι, Πλάτ. Τίμ. 26D: - ᾄδω παραφώνως, διατελῶ ἐν παραφωνίᾳ, δεινόν γὰρ ὅλῃ τῇ ἀρμονίᾳ ἀπᾴδειν ὁ αὐτ. Νόμ. 802Ε, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 19. 21· ἀπολ., Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 374C. ΙΙ. μεταφ. διαφωνῶ, διαφέρω, ἀπ’ ἀλλήλων ὁ αὐτ. Νόμ. 662Β· πρός τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 27· μετὰ γεν., ἐθῶν Λουκ. Ἀνάχ. 6. 2) ἀπομακρύνομαι, ἀποπλανῶμαι, ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292C. - Ἐντεῦθεν ἐπίρρ. ἀπᾳδόντως, ἀκαταλλήλως, ἀσυμφώνως, Πλωτῖν. 3. 4, 5.

French (Bailly abrégé)

chanter faux ; fig. être en désaccord : πρός τι PLUT avec qch.
Étymologie: ἀπό, ᾄδω.

Spanish (DGE)

I desafinar ref. al canto, Pl.Lg.802e, ἐπὶ τὸ ὀξύ Arist.Pr.919b23
abs. del sonido, Pl.Hp.Mi.374c, de cantores, D.Chr.13.20, de una cantante, Aristaenet.1.10.100.
II usos fig.
1 disentir, estar en desacuerdo ἀπ' ἀλλήλων Pl.Lg.662b, οὐκ ἀπᾳσόμεθα λέγοντες Pl.Ti.26d, πρὸς τὴν καθεστῶσαν πολιτείαν Plu.Lyc.27
c. gen. ἐθῶν Luc.Anach.6, τῆς ἀληθείας Ph.1.235, Clem.Al.Prot.10.98.3.
2 desviarse de ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Pl.Hp.Ma.292c.
3 ser insuficiente, quedarse corto con respecto a τῆς διὰ τῶν νεύρων ἰσχύος Hero Bel.112.6
ser inadecuado τῷ θεῷ τὰ ἐγκώμια Iul.Or.11.132b, τῷ πράγματι Lib.Or.10.34, ξένον καὶ ἀπᾷδον ῥῆμα Porph.Chr.69.

Greek Monolingual

ἀπᾴδω)
νεοελλ.
δεν ταιριάζω, δεν αρμόζω («η συμπεριφορά του απάδει προς το αξίωμα του»
αρχ.
1. τραγουδώ παράφωνα
2. μτφ. α) διαφωνώ
β) απομακρύνομαι, ξεφεύγω από το θέμα.

Greek Monotonic

ἀπᾴδω: μέλ. -ᾴσομαι,
I. τραγουδώ παράφωνα, είμαι εκτός μουσικού τόνου, της κλίμακας, σε Πλάτ.
II. μεταφ.,
1. διαφωνώ, διαφέρω, ἀπ' ἀλλήλων, στον ίδ.
2. απομακρύνομαι, αποπλανώμαι, παροδηγούμαι, ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπᾴδω:
1) петь или звучать не в тон, фальшивить Plat., Arst., Plut.;
2) отступать, отклоняться (ἀπό τινος Plat., πρός τι Plut. и τινός Luc.).

Middle Liddell


I. to sing out of tune, be out of tune, Plat.
II. metaph. to dissent, ἀπ' ἀλλήλων Plat.
2. to wander away, ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Plat.