κατισχναίνω: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , , $4 $5") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατισχναίνω:'''<br /><b class="num">1)</b> истощать, изнурять, иссушать (ἀτμῷ Aesch.; ταῖς ἐπιθυμίαις Plut.); pass. изнуряться, чахнуть (ποιναῖς Aesch.; ὑδροποτεῖν καὶ κ. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[ослаблять]], [[уменьшать]] (τὸν ἔρωτα Anth.). | |elrutext='''κατισχναίνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[истощать]], [[изнурять]], [[иссушать]] (ἀτμῷ Aesch.; ταῖς ἐπιθυμίαις Plut.); pass. изнуряться, чахнуть (ποιναῖς Aesch.; ὑδροποτεῖν καὶ κ. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[ослаблять]], [[уменьшать]] (τὸν ἔρωτα Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 17:47, 19 August 2022
English (LSJ)
A cause to pine or waste away, A.Eu.138:—Pass., ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Pl.R.561c, cf. J.AJ7.8.1:—fut. Med. inf. κατισχνᾰνεῖσθαι A.Pr.271. II reduce a swelling, Hp.Prog. 23; αἱ Μοῦσαι τὸν ἔρωτα κ. Call.Epigr.47.3; weaken, ὀσμήν Thphr. Od.47.
German (Pape)
[Seite 1402] mager machen, abzehren, erschöpfen; ἀτμῷ κατισχναίνουσα νηδύος πυρί Aesch. Eum. 133, mit dem Hauche verzehrend; ποιναῖς κατισχνανεῖσθαι Prom. 269; ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Plat. Rep. VIII, 561 c; – ἔρωτα, schwächen, Callim. 14 (XII, 150). – Bei Luc. philopatr. 20 steht ἐπιφθέγγεσθαι κατισχνημένον, mit schwacher Stimme.
Greek (Liddell-Scott)
κατισχναίνω: κάμνω τι ἐντελῶς ἰσχνόν, ἀσθενές, ἐξασθενίζω, φθείρω, ξηραίνω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 138.- Παθ., ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Πλάτ. Πολ. 561C· οὕτως ἐν τῷ μέσ. μέλλ., κατισχνᾰνεῖσθαι Αἰσχύλ. Πρ. 269. ΙΙ. ἐλαττώνω συμπτώματα, Ἱππ. Προγν. 45· οὕτω, κ. ἔρωτα Καλλ. Ἐπιγράμμ. 48. 3· ὀσμὴν Θεοφρ. π. Ὀσμ. 47·- κατισχαίνω, εὕρηται συνεχῶς ὡς διάφορ. γραφ. (ἴδε ἐν λέξ. ἰσχναίνω).
French (Bailly abrégé)
exténuer, épuiser.
Étymologie: κατά, ἰσχναίνω.
Greek Monolingual
κατισχναίνω (Α) ισχαίνω
1. καθιστώ κάτι εντελώς ισχνό, αδύνατο («τῷ ἀτμῷ κατισχναίσουσα... ἕπου, μάραινε...» — αδυνάτιζέ τον, λειώνε τον με θερμό φύσημα, ακολούθα τον, μάραινέ τον, Αισχύλ.)
2. ελαττώνω, περιορίζω τα συμπτώματα ασθένειας, τις εκδηλώσεις του έρωτα ή τη δύναμη οσμής.
Greek Monotonic
κατισχναίνω: μέλ. -ᾰνῶ, καθιστώ κάτι εντελώς ισχνό, εξασθενίζω, σε Αισχύλ.· Μέσ. μέλ. κατισχᾰνεῖσθαι, με Παθ. σημασία, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κατισχναίνω:
1) истощать, изнурять, иссушать (ἀτμῷ Aesch.; ταῖς ἐπιθυμίαις Plut.); pass. изнуряться, чахнуть (ποιναῖς Aesch.; ὑδροποτεῖν καὶ κ. Plat.);
2) ослаблять, уменьшать (τὸν ἔρωτα Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατισχναίνω [κάτισχνος] act., met acc. doen vermageren, verzwakken:; ἀτμῷ κατισχναίνουσα met jullie hete adem hem verzwakkend Aeschl. Eum. 138; overdr.:; αἱ Μοῖσαι τὸν ἔρωτα κατισχναίνοντι de Muzen deden zijn liefdesverdriet slinken AP 12.150.3; geneesk. zwelling reduceren, doen slinken. med., intrans. vermageren, wegteren:; κατισχνανεῖσθαι πρὸς πέτραις aan de rotsen geklonken te zullen wegteren Aeschl. PV 269; geneesk. van teelballen verschrompelen.
Middle Liddell
fut. ᾰνῶ
to make to pine or waste away, Aesch.:—fut. mid. κατισχνᾰνεῖσθαι in pass. sense, Aesch.