δεκάβοιος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δεκάβοιος:''' стоимостью в 10 «быков», т. е. в десять монет с изображением быка (выпущенных Тесеем) Plut.
|elrutext='''δεκάβοιος:''' стоимостью в 10 «[[быков]]», т. е. в десять монет с изображением быка (выпущенных Тесеем) Plut.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 09:00, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκάβοιος Medium diacritics: δεκάβοιος Low diacritics: δεκάβοιος Capitals: ΔΕΚΑΒΟΙΟΣ
Transliteration A: dekáboios Transliteration B: dekaboios Transliteration C: dekavoios Beta Code: deka/boios

English (LSJ)

ον, (βοῦς) A worth ten oxen, τὸ δ. a coin attributed to Theseus, Plu. Thes.25; δεκάβοιον ἀποτίνειν, from a law of Draco, Poll.2.61.

German (Pape)

[Seite 542] zehn Rinder werth, Plut. Thes. 25.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάβοιος: -ον, (βοῦς), ἀξίζων δέκα βοῦς, τὸ δεκ., νόμισμα ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Θησέα, Πλούτ. Θησ. 25· δεκάβοιον ἀποτίνειν, ἔκ τινος νόμου τοῦ Δράκοντος, Πολυδ. Β΄, 61, ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du prix de dix bœufs.
Étymologie: δέκα, βοῦς.

Greek Monolingual

δεκάβοιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει αξία δέκα βοδιών
2. το ουδ. ως ουσ. το δεκάβοιον
νόμισμα που ορίστηκε, όπως αναφέρεται, από τον Θησέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -βοιος < βους (πρβλ. αλφεσίβοιος, εκατόμβοιος)].

Greek Monotonic

δεκάβοιος: -ον (βοῦς), αυτός που αξίζει ίσαμε δέκα βόδια· τὸ δεκάβοιον, νόμισμα αποδιδόμενο στο Θησέα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δεκάβοιος: стоимостью в 10 «быков», т. е. в десять монет с изображением быка (выпущенных Тесеем) Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεκάβοιος -ον [δέκα, βοῦς] tien runderen waard.

Middle Liddell

βοῦς
worth ten oxen, τὸ δεκάβοιον a coin attributed to Theseus, Plut.