Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιλεσχήνευτος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιλεσχήνευτος:''' передаваемый из уст в уста, известный всем, прославленный ([[οὔνομα]] Her.).
|elrutext='''περιλεσχήνευτος:''' [[передаваемый из уст в уста]], [[известный всем]], [[прославленный]] ([[οὔνομα]] Her.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:03, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιλεσχήνευτος Medium diacritics: περιλεσχήνευτος Low diacritics: περιλεσχήνευτος Capitals: ΠΕΡΙΛΕΣΧΗΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: perileschḗneutos Transliteration B: perileschēneutos Transliteration C: perileschineftos Beta Code: perilesxh/neutos

English (LSJ)

ον, talked of in every club (λέσχη), matter of common talk, Hdt.2.135.

German (Pape)

[Seite 582] wovon ringsum geschwatzt od. gesprochen wird, weit berühmt, Her. 2, 135.

Greek (Liddell-Scott)

περιλεσχήνευτος: -ον, περὶ οὗ γίνεται λόγος ἐν πάσῃ λέσχῃ, περιλάλητος, Ἡρόδ. 2. 135· πρβλ. ἔλλεσχο προλεσχηνεύομαι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est l’objet de tous les entretiens, fameux, célèbre.
Étymologie: περί, λέσχη.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός για τον οποίο μιλούν παντού, για τον οποίο γίνεται λόγος σε κάθε λέσχη, σε κάθε τόπο συνάθροισης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + λεσχηνεύω «συζητώ» (< λέσχη)].

Greek Monotonic

περιλεσχήνευτος: -ον, αυτός που αποτελεί αντικείμενο συζήτησης σε κάθε λέσχη (λέσχη), που αποτελεί θέμα κοινής συζήτησης, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

περιλεσχήνευτος: передаваемый из уст в уста, известный всем, прославленный (οὔνομα Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιλεσχήνευτος -ον [περί, λεσχηνεύω] veelbesproken.

Middle Liddell

περι-λεσχήνευτος, ον,
talked of in every club (λέσχἠ, matter of common talk, Hdt.