ποντίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ποντίζω:''' погружать в море, топить ([[σκάφος]] Aesch.); pass. тонуть (ὁ ποντισθεὶς [[Μυρτίλος]] Soph.).
|elrutext='''ποντίζω:''' [[погружать в море]], [[топить]] ([[σκάφος]] Aesch.); pass. тонуть (ὁ ποντισθεὶς [[Μυρτίλος]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ποντίζω]], fut. -σω [[πόντος]]<br />to [[plunge]] in the sea, Aesch.
|mdlsjtxt=[[ποντίζω]], fut. -σω [[πόντος]]<br />to [[plunge]] in the sea, Aesch.
}}
}}

Revision as of 11:40, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποντίζω Medium diacritics: ποντίζω Low diacritics: ποντίζω Capitals: ΠΟΝΤΙΖΩ
Transliteration A: pontízō Transliteration B: pontizō Transliteration C: pontizo Beta Code: ponti/zw

English (LSJ)

A plunge or sink in the sea, σκάφος A.Ag.1013 (lyr.):—Pass., ὁ ποντισθεὶς Μυρτίλος S.El.508 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 681] ins Meer tauchen, versenken; σκάφος, Aesch. Ag. 985; ὁ ποντισθεὶς Μυρτίλος, Soph. El. 498.

Greek (Liddell-Scott)

ποντίζω: (πόντος) βυθίζω εἰς τὴν θάλασσαν, σκάφος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1014· παθ., ὁ ποντισθεὶς Μυρτίλος Σοφ. Ἠλ. 508.

French (Bailly abrégé)

plonger dans la mer.
Étymologie: πόντος.

Greek Monolingual

ΝΜΑ πόντος
βυθίζω στη θάλασσα («οὐδ' ἐπόντισε σκάφος», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. ρίχνω την άγκυρα στη θάλασσα για αγκυροβολία πλοίου σε όρμο ή σε λιμάνι, φουντάρω («πόντισον!»
[εκτελεστικό κέλευσμα] άφησε την άγκυρα να πέσει στη θάλασσα)
2. (αμτβ.) βυθίζομαι, καταποντίζομαι («ποιος ξέρει σε ποιο στρόφιλο να πόντισα άραγε», Μαλακ.)
3. (κυριολ. και μτφ.) κατακλύζω, πλημμυρίζω
νεοελλ.-μσν.
καταστρέφω, αφανίζω («ὁ κόσμος ἐποντίζετο κι ἡ ἐμὴ γυνὴ ἐστολίζετο», παροιμ. στον Δουκάγγ.).

Greek Monotonic

ποντίζω: (πόντος), μέλ. -σω, βυθίζω στη θάλασσα, καταποντίζω, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποντίζω [πόντος] in zee werpen, doen zinken:. ὁ ποντισθεὶς Μυρτίλος Myrtilus, die in zee was geworpen Soph. El. 508.

Russian (Dvoretsky)

ποντίζω: погружать в море, топить (σκάφος Aesch.); pass. тонуть (ὁ ποντισθεὶς Μυρτίλος Soph.).

Middle Liddell

ποντίζω, fut. -σω πόντος
to plunge in the sea, Aesch.