τραυλίζω: Difference between revisions
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
mNo edit summary |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τραυλίζω:''' шепелявить, сюсюкать Arph., Arst., Plut. | |elrutext='''τραυλίζω:''' [[шепелявить]], [[сюсюкать]] Arph., Arst., Plut. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τραυλίζω]], [[τραυλός]]<br />to [[lisp]], Lat. balbutire, as [[Alcibiades]] made r [[into]] l, Ar.; of children, Ar. | |mdlsjtxt=[[τραυλίζω]], [[τραυλός]]<br />to [[lisp]], Lat. balbutire, as [[Alcibiades]] made r [[into]] l, Ar.; of children, Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 20 August 2022
English (LSJ)
mispronounce a letter, lisp, as Alcibiades made r into l, Ar.V.44; ψελλίζονται καὶ τραυλίζουσι· τοῦτο δ' ἐστὶν ἔνδεια τῶν γραμμάτων Arist.PA660a26; πασχούσης [τῆς γλώττης] τραυλίζειν καὶ ψελλίζειν συμβαίνει Gal.16.510; of children, Ar.Nu.862,1381, Arist.HA536b8; σοφὰ . . -ίζουσα χελειδονίς IG14.1934f7:—Med., Archipp.45.
German (Pape)
[Seite 1135] lispeln, schnarren, bes. von denen, die einen Buchstaben nicht deutlich aussprechen, wie Alkibiades R als L sprach, Ar. Vesp. 44 Nubb. 852. 1363; Asclpds 16 (XII, 162). – Med. bei Arist. H. A. 4, 9, zw.
Greek (Liddell-Scott)
τραυλίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (τραυλὸς) ὡς καὶ νῦν τραυλίζω, «τσηβδίζω», Λατ. balbutire, ὡς ὁ Ἀλκιβιάδης ὅστις προέφερε τὸ ρ ὡς λ, εἶτ’ Ἀλκιβιάδης εἶπε πρός με τραυλίσας, ὁλᾷς, Θέωλος τὴν κεφαλὴν κόλακος ἔχει Ἀριστοφ. Σφ. 44 κἑξ.· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κλασαυχενεύεταί τε καὶ τραυλίζεται Ἄρχιππος ἐν Ἀδήλ. 3· ψελλίζονται καὶ τραυλίζουσι· τοῦτο δ’ ἔστιν ἔνδεια τῶν γραμμάτων Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 3· ἐπὶ παιδίων, Ἀριστοφ. Νεφ. 862. 1381, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 17. ― Κατὰ Γαλην. τ. 9, σ. 268: «ὥσπερ τὸ ψελλίζεσθαι τῆς διαλέκτου πάθος ἐστίν, οὐ τῆς φωνῆς, οὕτω καὶ τὸ τραυλίζειν, μὴ δυναμένης τῆς γλώσσης ἀκριβῶς ἐκείνας διαρθροῦν τὰς φωνάς, ὅσαι διὰ τοῦ τ καὶ τοῦ ρ λέγονται, ... ὅσαι τε ἄλλαι παραπλήσιαι».
French (Bailly abrégé)
bégayer, grasseyer ; balbutier.
Étymologie: τραυλός.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και τρευλίζω Α τραυλός
1. πάσχω από τραυλισμό, δυσκολεύομαι στην προφορά του φθόγγου ρω
2. λέω κάτι με τρεμουλιαστή φωνή, κομπιάζω
νεοελλ.
είμαι βραδύγλωσσος
αρχ.
(για χελιδόνι) κελαηδώ, τερετίζω.
Greek Monotonic
τραυλίζω: Αττ. μέλ. τραυλιῶ, (τραυλὸς)· τραυλίζω, Λατ. balbutire, όπως ο Αλκιβιάδης ο οποίος πρόφερε το ρ ως λ, σε Αριστοφ.· λέγεται για τα παιδιά, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
τραυλίζω: шепелявить, сюсюкать Arph., Arst., Plut.
Middle Liddell
τραυλίζω, τραυλός
to lisp, Lat. balbutire, as Alcibiades made r into l, Ar.; of children, Ar.