ἀσυμπαθής: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀσυμπᾰθής:''' не испытывающий сострадания, не сочувствующий (τινι и πρός τινα Plut., Diog. L.).
|elrutext='''ἀσυμπᾰθής:''' [[не испытывающий сострадания]], [[не сочувствующий]] (τινι и πρός τινα Plut., Diog. L.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=without [[sympathy]] with, τινι Plut.
|mdlsjtxt=without [[sympathy]] with, τινι Plut.
}}
}}

Revision as of 12:11, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυμπᾰθής Medium diacritics: ἀσυμπαθής Low diacritics: ασυμπαθής Capitals: ΑΣΥΜΠΑΘΗΣ
Transliteration A: asympathḗs Transliteration B: asympathēs Transliteration C: asympathis Beta Code: a)sumpaqh/s

English (LSJ)

ές, A without fellow-feeling or sympathy, ἑαυτῷ Plu.Cor.21; πρός τινα Id.2.976c, cf. Phld.Herc.1251.20, Plot.2.9.16, Procl.Inst.28; πρὸς τὸν λόγον Arr.Epict.2.9.21. Adv. ἀσυμπαθῶς D.S.13.111, Porph.Sent.32. II Medic., unaffected by an operation, Sor.2.60. III Astrol., epithet of certain ζῴδια, Cat. Cod.Astr.1.135.13. Adv. ἀσυμπαθῶς Vett.Val.146.24.

German (Pape)

[Seite 380] ές, ohne Mitgefühl, nicht theilnehmend, τινί, mit Einem, Plut. Cor. 21; D. Sic. 13, 111; nicht übereinstimmend, πρός τι Sp.; καὶ ἀσύγκρατος Plut. adv. Col. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμπᾰθής: -ές, μὴ ἔχων συμπάθειαν, τινι Πλουτ. Κορ. 21· πρός τινα ὁ αὐτ. 2. 976C. - Ἐπίρρ. -θῶς Διόδ. 13. 111.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui manque de sympathie ou de compassion.
Étymologie: , συμπαθής.

Spanish (DGE)

-ές
I 1carente de compasión, inmisericorde, cruel de pers. ἑαυτῷ Plu.Cor.21, πρὸς ὑμᾶς Plu.2.976c, cf. Phld.Herc.1251.20.18, εἰ καὶ ἄλλως ἀσυμπαθὴς ἦν Basil.M.30.216B
de abstr. πάθαι Eus.HE 8.12.7, τρόπος Cyr.Al.M.72.620C
subst. εἰς ἐσχάτην ὠμότητα καὶ τὸ ἀσυμπαθές Chrys.M.57.310.
2 de pers. que no comparte un sentimiento (ἡμεῖς) ἀσυμπαθεῖς πρὸς τὸν λόγον no nos sentimos de acuerdo con el nombre (de judíos), Arr.Epict.2.9.21, ἐν τοῖς θεάτροις ἀσυμπαθέστατος ἦν D.L.4.17
de cosas y abstr. incompatible τιμή Plot.2.9.16, de las partes del cosmos καὶ οὐκ ἀσυμπαθῆ ... τὰ μέρη θησόμεθα Synes.Prouid.2.7, (τὸ παραγόμενον) Procl.Inst.28, de los signos del zodíaco Cat.Cod.Astr.1.135.13
carente de expresión ὀφθαλμοί Sch.A.Th.696b.
3 medic. no afectado por una operación, Sor.139.28.
II adv. -ῶς sin compasión φονεύειν ἀ. D.S.13.62, ἀ. τῶν ἠτυχηκότων D.S.13.111, κινεῖσθαι ἀ. Porph.Sent.32.

Greek Monolingual

-ές (AM ἀσυμπαθής, -ές) συμπάσχω
εκείνος που δεν αισθάνεται συμπάθεια για κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
ο μη συμπαθής, ο αντιπαθητικός
αρχ.
εκείνος που δεν θεραπεύεται με εγχείρηση.

Greek Monotonic

ἀσυμπᾰθής: -ές, αυτός που δεν έχει συμπάθεια σε κάποιον, τινι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυμπᾰθής: не испытывающий сострадания, не сочувствующий (τινι и πρός τινα Plut., Diog. L.).

Middle Liddell

without sympathy with, τινι Plut.