ἀφρίζω: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀφρίζω:''' покрываться пеной, пениться (ἤφριζον ἱππικαὶ πνοαί Soph.; τὰ ἀφρίσαντα θηρία Diod.; τὸ [[ἔλαιον]] ἀφρίζει Plut.). | |elrutext='''ἀφρίζω:''' [[покрываться пеной]], [[пениться]] (ἤφριζον ἱππικαὶ πνοαί Soph.; τὰ ἀφρίσαντα θηρία Diod.; τὸ [[ἔλαιον]] ἀφρίζει Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 12:13, 20 August 2022
English (LSJ)
A = ἀφρέω, foam, S.El.719, Hp.Mul.2.123, Thphr.CP 6.1.5; of a wine-cup, Antiph.174.6, Alex.119.3.
German (Pape)
[Seite 415] dasselbe, ἱππικαὶ πνοαί Soph. El. 709; vom Becher Alex. Ath. XI, 472 a; Prosa, D. Sic. 3, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφρίζω: μέλλ. -ίσω, = ἀφρέω, κάμνω ἢ εκβάλλω άφρούς, Σοφ. Ἠλ. 719, Ἱπποκρ. 645. 2· ἐπὶ ποτηρίου οἴνου, πλῆρες, ἀφρίζον Ἀντιφάν. ἐν «Ομοίοις» 1, 6· κρατήρ... πλήρης, ἀφρίζων Ἄλεξ. ἐν «Κύκνῳ» 1.
French (Bailly abrégé)
f. ἀφρίσω;
écumer.
Étymologie: ἀφρός.
Spanish (DGE)
echar espuma los caballos ἤφριζον ἱππικαὶ πνοαί S.El.719, cf. Q.S.4.548, enfermos, Hp.Mul.2.123, 154, Eu.Marc.9.18, 20, D.Chr.63.5
•esp. de productos batidos espumear τὸ ἔλαιον ... τῷ ὑγρῷ Arist.Pr.927a13, cf. Plu.2.696b, de la leche, Nic.Al.76, de las claras de huevo Gp.7.22.1
•rebosar de espuma una copa de vino, Antiph.174.6, Alex.119.3, del jugo de una planta, Thphr.CP 6.1.5, del mar, Eun.VS 485.
English (Strong)
from ἀφρός; to froth at the mouth (in epilepsy): foam.
English (Thayer)
(ἀφρός); to foam: Sophocles El. 719; Diodorus 3,10; Athen. 11,43, p. 472a.; (others).) (Compare: ἐπαφρίζω.)
Greek Monolingual
(AM ἀφρίζω, Α και ἄφρω, -έω)
1. βγάζω ή έχω αφρούς
2. (για πρόσωπα και ζώα) βγάζω αφρούς από το στόμα, συνήθως από οργή ή λύσσα
νεοελλ.
οργίζομαι, θυμώνω πολύ.
Greek Monotonic
ἀφρίζω: μέλ. -ίσω (ἀφρός), αφρίζω, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀφρίζω: покрываться пеной, пениться (ἤφριζον ἱππικαὶ πνοαί Soph.; τὰ ἀφρίσαντα θηρία Diod.; τὸ ἔλαιον ἀφρίζει Plut.).
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:¢fr⋯zw 阿弗里索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:泡沫(化)
字義溯源:口流泡沫,口中流沫;源自(ἀφρός)*=泡沫)
出現次數:總共(2);可(2)
譯字彙編:
1) 他⋯口中流沫(1) 可9:18;
2) 口中流沫(1) 可9:20