ἐπιμυκτηρίζω: Difference between revisions
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιμυκτηρίζω:''' насмехаться, издеваться Men. ap. Plut. | |elrutext='''ἐπιμυκτηρίζω:''' [[насмехаться]], [[издеваться]] Men. ap. Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 20 August 2022
English (LSJ)
A turn up the nose, mock at, Men.562.4.
German (Pape)
[Seite 964] dabei die Nase rümpfen, verhöhnen, Menand. bei Plut. qua quis rat. se ipse laud. 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμυκτηρίζω: ἀνυψῶ τοὺς μυκτῆρας ἐναντίον τινός, ἢ ἐξάγω ἦχόν τινα ἐκ τῶν μυκτήρων πρὸς ἐμπαιγμόν τινος, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 37. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπέμυξαν· ἐπεμυκτήρισαν….».
Greek Monolingual
ἐπιμυκτηρίζω (Α)
φυσώ τη μύτη μου για να εμπαίξω κάποιον, χλευάζω («οἱ δὲ πάλιν ἐπεμυκτήρισαν», Μέν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μυκτηρίζω «χλευάζω» (< μυκτήρ «ρουθούνι» < μύσσομαι «φυσώ τη μύτη μου»)].
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμυκτηρίζω: насмехаться, издеваться Men. ap. Plut.