πολυσινής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(1b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολυσῑνής:''' зловредный (μυχοῦ [[ἄφερκτος]] πολυσινοῦς κυνὸς δίκαν Aesch.).
|elrutext='''πολυσῑνής:''' [[зловредный]] (μυχοῦ [[ἄφερκτος]] πολυσινοῦς κυνὸς δίκαν Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-σῐνής, ές [[σίνομαι]]<br />[[very]] [[hurtful]], [[baneful]], Aesch.
|mdlsjtxt=πολῠ-σῐνής, ές [[σίνομαι]]<br />[[very]] [[hurtful]], [[baneful]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 13:35, 20 August 2022

Greek (Liddell-Scott)

πολῠσῐνής: -ές, (σίνομαι) λίαν βλαβερός, ὀλέθριος, κύων Αἰσχύλ. Χο. 446.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très malfaisant, très nuisible.
Étymologie: πολύς, σίνομαι.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυσινής, -ές, Α
πολύ βλαβερός, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σινής (< σίνος «βλάβη, φθορά»), πρβλ. επι-σινής].

Greek Monotonic

πολῠσῐνής: -ές (σίνομαι), πολύ βλαβερός, ολέθριος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυσινής -ές [πολύς, σίνομαι] zeer schadelijk.

Russian (Dvoretsky)

πολυσῑνής: зловредный (μυχοῦ ἄφερκτος πολυσινοῦς κυνὸς δίκαν Aesch.).

Middle Liddell

πολῠ-σῐνής, ές σίνομαι
very hurtful, baneful, Aesch.