ἐξαπονέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐξαπονέομαι:''' возвращаться (μάχης Hom. - [[varia lectio|v.l.]] ἐξ [[ἀπονέομαι]]).
|elrutext='''ἐξαπονέομαι:''' [[возвращаться]] (μάχης Hom. - [[varia lectio|v.l.]] ἐξ [[ἀπονέομαι]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Pass. to [[return]] out of, Il.
|mdlsjtxt=Pass. to [[return]] out of, Il.
}}
}}

Revision as of 14:35, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαπονέομαι Medium diacritics: ἐξαπονέομαι Low diacritics: εξαπονέομαι Capitals: ΕΞΑΠΟΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: exaponéomai Transliteration B: exaponeomai Transliteration C: eksaponeomai Beta Code: e)capone/omai

English (LSJ)

A return out of, Il.16.252,20.212 (or ἐξ ἀ.).

German (Pape)

[Seite 871] davon zurückkehren, Il. 16, 252. 20, 212, bei Wolf ἐξ ἀπον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαπονέομαι: παθ., ἐπανέρχομαι ἔκ τινος, σόον δ’ ἀνένευσε μάχης ἐξαπονέεσθαι, σῶον δὲ ἐκ τῆς μάχης ὑποστρέψαι οὐ συνεχώρησεν, Ἰλ. Π. 252. Υ. 212· ἀλλὰ γράφεται καὶ διῃρημένως, μέχης ἐξ ἀπονέεσθαι.

French (Bailly abrégé)

prés. inf. épq. ἐξαπονέεσθαι;
revenir de.
Étymologie: ἐξ, ἀπονέομαι.

English (Autenrieth)

μάχης ἐξᾶπονέεσθαι, return out of the battle. (Il.) (ᾶ a necessity of the rhythm.)

Greek Monolingual

ἐξαπονέομαι (Α)
επικ. τ.
επιστρέφω, επανέρχομαι από κάπου («σόον δ' ἀνένευσε μάχης ἐξαπονέεσθαι» — δεν συγχώρησε να επιστρέψει σώος από τη μάχη, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απο-νέομαι «επιστρέφω»].

Greek Monotonic

ἐξαπονέομαι: Παθ., επανέρχομαι από, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαπονέομαι: возвращаться (μάχης Hom. - v.l. ἐξ ἀπονέομαι).

Middle Liddell

Pass. to return out of, Il.