ἰσοπαλής: Difference between revisions
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=isopalis | |Transliteration C=isopalis | ||
|Beta Code=i)sopalh/s | |Beta Code=i)sopalh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[equal in the struggle]], [[well-matched]], μαχομένων . . καὶ γενομένων ἰσοπαλέων <span class="bibl">Hdt. 1.82</span>, cf. <span class="bibl">5.49</span>; [[evenly balanced]], μάχη <span class="bibl">Ctes.<span class="title">Fr.</span>29.31</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> generally, [[equivalent]], [[equal]], ἰ. πάντῃ <span class="bibl">Parm.8.44</span>; ἰ. κίνδυνοι <span class="bibl">Th.2.39</span>; πλήθει ἰ. τισί <span class="bibl">Id.4.94</span>; οὔτι ὥριφος ἰ. τοι <span class="bibl">Theoc.5.30</span>; ἰ. ἤματι νύξ <span class="title">AP</span>9.384.18, cf. <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>1014</span>. Adv. <b class="b3">-λῶς</b> Sch.<span class="bibl">Arat.364</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:12, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, A equal in the struggle, well-matched, μαχομένων . . καὶ γενομένων ἰσοπαλέων Hdt. 1.82, cf. 5.49; evenly balanced, μάχη Ctes.Fr.29.31. 2 generally, equivalent, equal, ἰ. πάντῃ Parm.8.44; ἰ. κίνδυνοι Th.2.39; πλήθει ἰ. τισί Id.4.94; οὔτι ὥριφος ἰ. τοι Theoc.5.30; ἰ. ἤματι νύξ AP9.384.18, cf. Orph.A.1014. Adv. -λῶς Sch.Arat.364.
German (Pape)
[Seite 1265] ές, im Kampfe gleich, gewachsen, Her. 1, 82. 5, 49; übh. gleich, κίνδυνοι Thuc. 2, 39; πλήθει ἰσ. τισι 4, 94, Plat. Tim. 62 e; ἰσ. ἤματι νύξ En. ad. (IX, 384). – Adv. ἰσοπαλῶς, Schol. Arat. 147.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοπᾰλής: -ές, ἴσος ἐν τῇ πάλῃ, ἰσόπαλος ἐν μάχῃ, μαχομένων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων Ἡρόδ. 1. 82, πρβλ. 5. 49. 2) καθόλου, ἰσοδύναμος, ἴσος, Παρμενίδ. 104, Θουκ. 2. 39· πλήθει ἰσ. τισὶ ὁ αὐτ. 4. 94· νὺξ ἰσ. ἤματι Ἀνθ. Π. 9. 384, 18, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 1017. - Ἐπίρρ. -λῶς, Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 147.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 d’égale force à la lutte;
2 p. ext. équivalent, égal, pareil.
Étymologie: ἴσος, πάλη.
Greek Monolingual
ἰσοπαλής, -ές, μτγν. θηλ. και ίσόπαλις, -άλιδος (Α)
1. ίσος στην πάλη, ίσος στη μάχη, ισόπαλος
(«μαχόμενων δέ σφεων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων», Ηρόδ.)
2. ίσος, ισοδύναμος («ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῑς κινδύνους χωροῦμεν», Θουκ.).
επίρρ...
ἰσοπαλῶς (Α)
με ισοπαλή τρόπο, ισοδύναμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -παλής (< πάλη), πρβλ. δυσ-παλής].
Greek Monotonic
ἰσοπᾰλής: -ές (πάλος)·
1. ίσος στην πάλη, ισόπαλος στη μάχη.
2. γενικά, ισοδύναμος, ίσος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοπᾰλής:
1) обладающий равными для борьбы силами, равный по силе: γινομένων ἰσοπαλέων Her. так как (у аргивян и лакедемонян) оказались равные силы;
2) равный (πλήθει ἰσοπαλεῖς τοῖς ἐναντίοις εἶναι Thuc.): μεσσόθεν ἰ. πάντῃ Parmenides ap. Plat. et Arst. находящийся отовсюду на равном расстоянии (от чего-л.).
Middle Liddell
ἰσο-πᾰλής, ές πάλος
1. equal in the struggle, well-matched, Hdt.
2. generally, equivalent, Thuc.