πινώδης: Difference between revisions
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - " :" to ":") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />sale, crasseux.<br />'''Étymologie:''' [[πίνος]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />sale, crasseux.<br />'''Étymologie:''' [[πίνος]], -ωδης. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:25, 21 August 2022
English (LSJ)
ες, (πίνος) A greasy, of wool, Hp.Mul.2.185 (Sup.); dirty, foul, of hair, E.Or.225, cf. Lyc.975.
German (Pape)
[Seite 617] ες, schmutzig; Eur. Or. 225; Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πῐνώδης: -ες, (πίνος) ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, Ἱππ. 666. 21, Εὐρ. Ὀρ. 225. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πινῶδες· ῥυπαρόν. ξηρόν».
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
sale, crasseux.
Étymologie: πίνος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α πίνος
1. (κυρίως για έρια) ο πλήρης λιπώδους ακαθαρσίας, γεμάτος λίγδα
2. (για την κόμη) ακάθαρτος, ρυπαρός.
Greek Monotonic
πῐνώδης: -ες (πίνος, εἶδος), βρόμικος, ακάθαρτος, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πινώδης -ες [πίνος] vuil, smerig.
Russian (Dvoretsky)
πῐνώδης: покрытый грязью (κάρα Eur.).