περικάθαρμα: Difference between revisions
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
m (Text replacement - " ;" to ";") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> purification, expiation;<br /><b>2</b> objet de purification ; <i> | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> purification, expiation;<br /><b>2</b> objet de purification ; <i>d'où</i> homme <i>ou</i> être impur.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[καθαίρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 12:05, 23 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A expiation, ib.Pr.21.18. II = κάθαρμα 1.2, περικαθάρματα τοῦ κόσμου 1 Ep.Cor. 4.13, cf. Arr.Epict.3.22.78.
German (Pape)
[Seite 578] τό, = κάθαρμα, Apoll. L. H.; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
περικάθαρμα: τό, καθαρμός, ἐξάγνισις, Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΑ΄, 18). ΙΙ. = κάθαρμα Ι. 2, Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. δ΄, 13· ἄθλιος ἄνθρωπος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 78· πρβλ. φαρμακὸς ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 purification, expiation;
2 objet de purification ; d'où homme ou être impur.
Étymologie: περί, καθαίρω.
English (Strong)
from a compound of περί and καθαίρω; something cleaned off all around, i.e. refuse (figuratively): filth.
English (Thayer)
(περικαθίζω) 1st aorist participle περικαθισας;
1. in classical Greek transitive, to bid or make to sit around, to invest, besiege, a city, a fortress.
2. intransitive, to sit around, be seated around; so in Luke 22:55 Lachmann text
Greek Monolingual
τὸ, Α περικαθαίρω
1. καθαρμός, εξάγνιση
2. μτφ. (για πρόσ.) απόβρασμα της κοινωνίας, κάθαρμα («ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγεννήθημεν», ΚΔ).
Greek Monotonic
περικάθαρμα: -ατος, τό, καθαρμός, εξαγνισμός, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
περικάθαρμα: ατος τό pl. (му)сор NT.
Middle Liddell
περι-κάθαρμα, ατος, τό,
an off-scouring, refuse, NTest.
Chinese
原文音譯:perik£qarma 胚里-卡他而馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:周圍-向下 舉起
字義溯源:潔淨四散污物,棄物,污穢,骯髒;(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(καθαίρω)=潔淨)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過);而 (καθαίρω)出自(καθαρός)*=潔淨的)。
同義字:1) (κάθαρμα / περικάθαρμα)潔淨四散污物 2) (περίψημα)掃除時四散碎渣 3) (ῥύπος)污穢 4) (σκύβαλον)丟給狗的參讀 (καθαρός)同源字
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 污穢(1) 林前4:13