παλινδίνητος: Difference between revisions
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=palindinitos | |Transliteration C=palindinitos | ||
|Beta Code=palindi/nhtos | |Beta Code=palindi/nhtos | ||
|Definition=[<b class="b3">δῑ], ον</b>, | |Definition=[<b class="b3">δῑ], ον</b>, [[whirling round and round]], θάλασσα <span class="title">AP</span>9.73 (Antiphil.); <b class="b3">κόσμοιο παλινδίνητον ἀνάγκην</b> ib.<span class="bibl">1.19</span> (Claudian.), cf. <span class="bibl">9.505.14</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:25, 23 August 2022
English (LSJ)
[δῑ], ον, whirling round and round, θάλασσα AP9.73 (Antiphil.); κόσμοιο παλινδίνητον ἀνάγκην ib.1.19 (Claudian.), cf. 9.505.14.
German (Pape)
[Seite 450] hin und her wirbelnd; θάλασσα, Antiphil. 32 (IX, 73); κόσμοιο ἀνάγκη, Claudian. ep. (I, 19); vgl. das Epigr. auf die Musen (IX, 505), wo es von der Urania heißt ἀστρῴην ἐδίδαξα παλινδίνητον ἀνάγκην, der Himmelsbewegung Gesetz. – Zurückgewendet, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλινδίνητος: -ον, ὁ πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πάλιν πρὸς τὰ ὀπίσω δινούμενος, θάλασσα Ἀνθ. Π. 9. 73· κόσμοιο παλινδίνητον ἀνάγκην αὐτόθι 1. 19, πρβλ. 9. 505, 14· ― ὁ ὑποστρέφων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 14. 28. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παλινδίνητον· συνεχές ...».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui tournoie sur soi-même;
2 qui revient sur ses pas.
Étymologie: πάλιν, δινέω.
Greek Monolingual
παλινδίνητος, -ον (Α)
1. αυτός που συστρέφεται προς τα εμπρός και προς τα πίσω («παλινδίνητος θάλασσα», Ανθ. Παλ.)
2. αυτός που τρέχει προς τα πίσω
3. (κατά τον Ησύχ.) «παλινδίνητον
συνεχές».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δινῶ «περιστρέφω, στροβιλίζω»].
Greek Monotonic
πᾰλινδίνητος: [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται μπρος και πίσω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλινδίνητος: (δῑ) непрерывно возвращающийся, находящийся в постоянном круговращении (θάλασσα, κόσμοιο ἀνάγκη Anth.).