προδιδάσκω: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prodidasko | |Transliteration C=prodidasko | ||
|Beta Code=prodida/skw | |Beta Code=prodida/skw | ||
|Definition= | |Definition=[[teach beforehand]], τινά τι <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>163</span>(anap.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span> 476</span>; τινα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>302c</span>, <span class="bibl"><span class="title">Grg.</span>489d</span>, <span class="bibl"><span class="title">Hp.Ma.</span>291b</span>: c. acc. et inf., π. τινὰ σοφὸν εἶναι <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1015</span>, cf. <span class="bibl">D.51.12</span>; [ἀηδὼν] νεοσσὸν ᾄδειν π. Plu.2.973b:—Med., <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>681</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>687</span>:—Pass., [[learn beforehand]], <span class="bibl">Th.2.40</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:00, 23 August 2022
English (LSJ)
teach beforehand, τινά τι S.Aj.163(anap.), Ar.Nu. 476; τινα Pl.Euthd.302c, Grg.489d, Hp.Ma.291b: c. acc. et inf., π. τινὰ σοφὸν εἶναι S.Ph.1015, cf. D.51.12; [ἀηδὼν] νεοσσὸν ᾄδειν π. Plu.2.973b:—Med., S.Tr.681, Ar.Pl.687:—Pass., learn beforehand, Th.2.40.
German (Pape)
[Seite 716] (s. διδάσκω), vorher lehren, belehren; οὐ δυνατὸν τοὺς ἀνοήτους τούτων γνώμας προδιδάσκειν, Soph. Ai. 163; τινά, c. int., Phil. 1003; auch med., ὧν ὁ θήρ με Κένταυρος προὐδιδάξατο, Tr. 678; Ar. Plut. 687 u. öfter; pass. vorher lernen, Thuc. 2, 40, τινά, Plat. Gorg. 489 e u. öfter; Xen. Hell. 1, 5, 7; Luc. Cont. 7.
Greek (Liddell-Scott)
προδῐδάσκω: μέλλ. -άξω, διδάσκω προηγουμένως, διδάσκω πρότερον, τινά τι Σοφ. Αἴας 163. Ἀριστοφ. Νεφ. 476· τινὰ Πλάτ. Εὐθύδ. 302C, Γοργ. 489D, Ἱππ. Μείζων 291Β· ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πρ. τινὰ σοφὸν εἶναι Σοφ. Φιλ. 1015, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 987, Δημ. 1231. 26. ― Μέσ., διδάσκω τινὰ πρότερον, Σοφ. Τρ. 681, Ἀριστοφ. Πλ. 687· πρβλ. διδάσκω. ― Παθ. διδάσκομαι, μανθάνω πρότερον, Θουκ. 2. 40.
French (Bailly abrégé)
ao. προεδίδαξα, p. contr. προὐδίδαξα;
instruire auparavant : τινά τινος qqn de qch;
Moy. προδιδάσκομαι m. sign.
Étymologie: πρό, διδάσκω.
Greek Monolingual
Α
διδάσκω, μαθαίνω σε κάποιον κάτι προηγουμένως («τοὺς ἀνόητους τούτων γνώμας προδιδάσκειν», Σοφ.).
Greek Monotonic
προδῐδάσκω: μέλ. -άξω, διδάσκω σε κάποιον κάτι εκ των προτέρων, τινά τι, σε Σοφ., Αριστοφ.· προδιδάσκω τινά, σε Πλάτ.· με αιτ. και απαρ., προδιδάσκω τινὰ σοφὸν εἶναι, σε Σοφ. — Μέσ., έχω διδάξει κάποιον εκ των προτέρων, στον ίδ. — Παθ., μαθαίνω εκ των προτέρων, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
προδῐδάσκω: тж. med. раньше учить, поучать, наставлять (τοὺς ἀνοήτους τι, τινὰ σοφὸν εἶναι Soph.): ὦν με Κένταυρος προυδιδάξατο Soph. чему научил меня кентавр; pass. подготовляться (προδιδαχθῆναι λόγῳ πρότερον ἢ ἐπὶ ἃ δεῖ ἔργῳ ἐλθεῖν Thuc.).
Middle Liddell
fut. άξω
to teach one a thing beforehand, τινά τι Soph., Ar.; πρ. τινά Plat.:—c. acc. et inf., πρ. τινὰ σοφὸν εἶναι Soph.:—Mid. to have one taught beforehand, Soph.:—Pass. to learn beforehand, Thuc.