προγνωστικός: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prognostikos | |Transliteration C=prognostikos | ||
|Beta Code=prognwstiko/s | |Beta Code=prognwstiko/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, [[foreknowing]], [[prescient]], δύναμις <span class="bibl">Ph.1.659</span>, <span class="bibl">2.164</span>; μόριον… τῆς ψυχῆς Plu.2.433a; of persons, <span class="bibl">M.Ant.8.25</span>; especially of astrologers, <span class="bibl">Vett.Val.37.28</span>, al.: c. gen., π. τῆς κινήσεως τῶν νοσημάτων Gal.17(1).243: τὸ π. [[a sign of the future]], [[prognostic]], <span class="bibl">Gp.1.2</span> tit.: <b class="b3">προγνωστικόν, τό,</b> name of a treatise by Hp.; also title of work by Epicurus, <span class="bibl">D.L.10.28</span>; but <b class="b3">-κή, ἡ,</b> name of an antidote, Damocr. ap. Gal.14.134. Adv.<b class="b3">-κῶς</b> <span class="title">Gloss.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:01, 23 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, foreknowing, prescient, δύναμις Ph.1.659, 2.164; μόριον… τῆς ψυχῆς Plu.2.433a; of persons, M.Ant.8.25; especially of astrologers, Vett.Val.37.28, al.: c. gen., π. τῆς κινήσεως τῶν νοσημάτων Gal.17(1).243: τὸ π. a sign of the future, prognostic, Gp.1.2 tit.: προγνωστικόν, τό, name of a treatise by Hp.; also title of work by Epicurus, D.L.10.28; but -κή, ἡ, name of an antidote, Damocr. ap. Gal.14.134. Adv.-κῶς Gloss.
German (Pape)
[Seite 714] ή, όν, zum Vorherwissen, zum Voraussagen gehörig, Sp., wie Plut. de def. orac. 42; τὸ προγνωστικόν, Vorzeichen, Wahrzeichen der Zukunft.
Greek (Liddell-Scott)
προγνωστικός: -ή, -όν, ὁ προγνωρίζων, προαισθανόμενος, μόριον ψυχῆς Πλούτ. 2. 433 Α˙ μετὰ γεν., πρ. τῆς κινήσεως τῶν νοσημάτων Γαλην.˙ ― τὸ προγνωστικόν, σημεῖον συντελοῦν εἰς γνῶσιν ἢ εἰκασίαν τοῦ μέλλοντος, Γεωπ. 1. 2˙ προγνωστικά, τά, ὄνομα πραγματείας τινὸς τοῦ Ἱππ.˙ πρβλ. πρόγνωσις. ― Ἐπίρρ. προγνωστικῶς, διὰ προγνώσεως, Ὠριγέν. 776C, Ἀθαν. ΙΙ, 732Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la connaissance de ce qui doit arriver.
Étymologie: προγιγνώσκω.
Spanish
relativo al conocimiento previo, al pronóstico del futuro, investigación del futuro, medio para pronosticar
Greek Monolingual
-ή, -ό / προγνωστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προγιγνώσκω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόγνωση («προγνωστική δύναμις», Φίλ.)
2. (για πρόσ.) ο ικανός να προβλέπει το μέλλον, να προμαντεύει
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το προγνωστικό
α) η ιδιότητα ή η ικανότητα να προαισθάνεται ή να προμαντεύει κανείς κάτι
β) υποθετικός προκαθορισμός της πορείας μιας αρρώστιας
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προγνωστικά
πρόβλεψη που γίνεται βάσει ορισμένων δεδομένων (α. «προγνωστικά τών πολιτικών εξελίξεων» β. «προγνωστικά τών ιπποδρομιών»)
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. σημείο από το οποίο μπορεί να οδηγηθεί κανείς σε πρόβλεψη του μέλλοντος
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ή προγνωστική
ονομασία αντιδότου
2. (το ουδ. ως κύριο όν.) Προγνωστικόν
α) τίτλος πραγματείας του Ιπποκράτους
β) τίτλος έργου του Επικούρου.
επίρρ...
προγνωστικά / προγνωστικῶς, ΝΜΑ
με πρόγνωση.
Russian (Dvoretsky)
προγνωστικός: предвидящий, пророческий (μόριον ψυχῆς Plut.).