στροφαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=strofalizo
|Transliteration C=strofalizo
|Beta Code=strofali/zw
|Beta Code=strofali/zw
|Definition=lengthd. form of <b class="b3">στρέφω, ἠλάκατα σ</b>. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[twist]] the wool, i.e. spin, <span class="bibl">Od.18.315</span>; φόβην <span class="title">AP</span>6.218.8 (Alc.).</span>
|Definition=lengthd. form of <b class="b3">στρέφω, ἠλάκατα σ</b>. [[twist]] the wool, i.e. spin, <span class="bibl">Od.18.315</span>; φόβην <span class="title">AP</span>6.218.8 (Alc.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:25, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροφαλίζω Medium diacritics: στροφαλίζω Low diacritics: στροφαλίζω Capitals: ΣΤΡΟΦΑΛΙΖΩ
Transliteration A: strophalízō Transliteration B: strophalizō Transliteration C: strofalizo Beta Code: strofali/zw

English (LSJ)

lengthd. form of στρέφω, ἠλάκατα σ. twist the wool, i.e. spin, Od.18.315; φόβην AP6.218.8 (Alc.).

German (Pape)

[Seite 956] verlängerte Form von στρέφω, oft, viel drehen, ἠλάκατα, die Spindel drehen, spinnen, Od. 18, 315; στροφάλιξε φόβην, vom Löwen, Alcaeus 8 (VI, 218).

Greek (Liddell-Scott)

στροφᾰλίζω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ στρέφω, ἠλάκατα στρ., στρέφω τὴν ἄτρακτον, κλώθω, νήθω, Ὀδ. Σ. 315· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 218, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐστροφάλισα;
faire tourner, acc..
Étymologie: στροφάλιγξ.

Greek Monolingual

Α στροφάλιγξ
1. στρέφω κάτι συνεχώς ή στρέφω κάτι πολύ, το στριφογυρίζω ολοένα ή γρήγορα
2. φρ. «στροφαλίζω ἠλακάτην» — γυρίζω το αδράχτι, κλώθω (Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

στροφᾰλίζω: θαμιστικό του στρέφω, ἠλακάτα στροφαλίζω, στρέφω την άτρακτο, δηλ. τη ρόκα, γνέθω, κλώθω, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

στροφᾰλίζω: вращать, кружить: σ. ἠλάκατα Hom. вращать веретено, т. е. прясть; σ. φόβην Anth. трясти гривой.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στροφαλίζω [στροφάλιγξ] steeds draaien, spinnen. Od. 18.315. in het rond schudden. φόβην zijn manen (van een leeuw) AP 6.218.8.

Middle Liddell

στροφᾰλίζω,
ἠλάκατα στρ. to turn the spindle, Od. [Frequent. of στρέφω