δηκτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δηκτικός]], -ή, -όν) [[δήκτης]]<br /><b>1.</b> όποιος έχει την [[ιδιότητα]] να δαγκώνει, ο [[δαγκανιάρης]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[οδύνη]], που πληγώνει (α. «δηκτικά [[λόγια]]» β. «ἀστεῑον δὴ κἀκεῖνο αὐτοῦ καὶ δηκτικὸν ἅμα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[δηκτικός]]<br />[[γένος]] ακρίδων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[οξύς]], ο [[ερεθιστικός]], ο [[δριμύς]] («δηκτικῷ τε καὶ γλυκεῑ φαρμάκῳ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δηκτικόν</i><br />η [[δηκτικότητα]], το να προκαλεί [[κανείς]] πόνο ή ερεθισμό.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δηκτικός]], -ή, -όν) [[δήκτης]]<br /><b>1.</b> όποιος έχει την [[ιδιότητα]] να δαγκώνει, ο [[δαγκανιάρης]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[οδύνη]], που πληγώνει (α. «δηκτικά [[λόγια]]» β. «ἀστεῖον δὴ κἀκεῖνο αὐτοῦ καὶ δηκτικὸν ἅμα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[δηκτικός]]<br />[[γένος]] ακρίδων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[οξύς]], ο [[ερεθιστικός]], ο [[δριμύς]] («δηκτικῷ τε καὶ γλυκεῑ φαρμάκῳ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δηκτικόν</i><br />η [[δηκτικότητα]], το να προκαλεί [[κανείς]] πόνο ή ερεθισμό.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:21, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δηκτικός Medium diacritics: δηκτικός Low diacritics: δηκτικός Capitals: ΔΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dēktikós Transliteration B: dēktikos Transliteration C: diktikos Beta Code: dhktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, biting, stinging, φαλάγγια Arist.HA622b28; τῶν ἰχθύων οἱ δ. Id.PA662a31; pungent, Diph.Siph. ap. Ath.3.121a (Comp.), Diocl.Fr.138, Ruf.Fr.68.3, Dsc. 1.105; φάρμακον Luc.Nigr.37, etc.: metaph., of anger, Phld.Ir. p.77 W.; -κόν, τό, Ph.1.684; ἀστεῖον καὶ δ. Luc.Demon.50. Adv. -κῶς Sch.Ar.V.937.

German (Pape)

[Seite 560] beißend, bissig; φαλάγγιον Arist. H. A. 9, 39; scharf, reizend, φάρμακον Luc. Nigr. 37; u. von Speisen öfter Ath.; übertr., kränkend, scharf, τὸ εἰρημένον δ. καὶ ἀστεῖον Luc. Demon. 50. – Adv., Schol. Ar. Vesp. 937, = ὀδάξ.

Greek (Liddell-Scott)

δηκτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ δάκνῃ, ἔχων κέντρον, κεντῶν, φαλάγγια Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 39, 1· τῶν ἰχθύων οἱ δ. ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 3. 1, 13· ― ἐρεθιστικός, δριμύς, φάρμακον Λουκ. Νιγρ. 37· καὶ οὕτω μεταφ., ἀστεῖον καὶ δ. ὁ αὐτ. Δημών. 50.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui mord.
Étymologie: δάκνω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1de anim. mordiente, que muerde, que pica φαλάγγια Arist.HA 622b28, τῶν ἰχθύων οἱ δηκτικοί Arist.PA 662a31.
2 de cosas que causa picor o escozor, irritante, mordaz ῥεύματα Hp.Mul.1.66, φάρμακον Arist.Pr.865a30, cf. Hp.Steril.230, Dsc.1.105.6, Aret.CA 1.10.13, del humo en los ojos, Arist.Pr.959b10, cf. Diocl.Fr.147, δριμύτητες Diocl.Fr.138, ἰχῶρες Ruf.Fr.68.3
mordisqueante, que penetra suavemente δηκτικόν τε καὶ γλυκὺ φάρμακον Luc.Nigr.37.
3 de sabores picante, fuerte de un pescado, Diph.Siph. en Ath.121a.
II fig. de pers. mordaz Luc.Demon.50
neutr. subst. τὸ δηκτικόν mordacidad Phld.Ir.38.7, Ph.1.684, Plu.2.74d, 81c.
III adv. -ῶς
1 con capacidad de morder τοὺς ὀδόντας δ. κατέχει ὁ κύων Sch.Ar.V.943a.
2 a mordiscos, mordiendo Eust.218.20.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δηκτικός, -ή, -όν) δήκτης
1. όποιος έχει την ιδιότητα να δαγκώνει, ο δαγκανιάρης
2. αυτός που προκαλεί οδύνη, που πληγώνει (α. «δηκτικά λόγια» β. «ἀστεῖον δὴ κἀκεῖνο αὐτοῦ καὶ δηκτικὸν ἅμα»)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο δηκτικός
γένος ακρίδων
αρχ.
1. ο οξύς, ο ερεθιστικός, ο δριμύς («δηκτικῷ τε καὶ γλυκεῑ φαρμάκῳ», Λουκιαν.)
2. το ουδ. ως ουσ. το δηκτικόν
η δηκτικότητα, το να προκαλεί κανείς πόνο ή ερεθισμό.

Greek Monotonic

δηκτικός: -ή, -όν (δάκνω), ικανός να δαγκώνει, αυτός που έχει κεντρί, που κεντρίζει, ερεθιστικός, δριμύς, οξύς, καυστικός, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δηκτικός -ή -όν [δάκνω] bijtend, stekend; overdr.: ἀστεῖον... δηκτικόν een stekelige geestigheid Luc. 9.50.

Russian (Dvoretsky)

δηκτικός:
1) кусающий (ἰχθύες Arst.);
2) жалящий (τὰ φαλάγγια Arst.);
3) едкий, острый (φάρμακον Luc.): δηκτικόν τι ἔχειν Plut. иметь острый вкус;
4) едкий, язвительный (τὸ εἰρημένον Luc.).

Middle Liddell

δάκνω
able to bite, biting, stinging, Luc.