οἰστροπλήξ: Difference between revisions
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oistropliks | |Transliteration C=oistropliks | ||
|Beta Code=oi)stroplh/c | |Beta Code=oi)stroplh/c | ||
|Definition=<b class="b3">πλῆγος, ὁ, ἡ,</b | |Definition=<b class="b3">πλῆγος, ὁ, ἡ,</b> [[stung by a gadfly]], [[driven wild]], of Io, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>681</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>5</span>; of Bacchantes, <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>1229</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:38, 24 August 2022
English (LSJ)
πλῆγος, ὁ, ἡ, stung by a gadfly, driven wild, of Io, A.Pr.681, S.El.5; of Bacchantes, E.Ba.1229.
Greek (Liddell-Scott)
οἰστροπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ ὑπὸ οἴστρου πληγείς, ἐμμανής, ἄγριος, ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Πρ. 681, Σοφ. Ἠλ. 5· ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 1229.
French (Bailly abrégé)
πλῆγος (ὁ, ἡ)
atteint de la piqûre d'un taon ; transporté de fureur ou de désir.
Étymologie: οἶστρος, πλήσσω.
Greek Monolingual
οἰστροπλήξ, -πλῆγος, ὁ, η (Α)
(ποιητ. τ.) (για την Ιώ και για τις Βάκχες) αυτός που έχει πληγεί από τον οίστρο, μανιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. ονειρο-πλήξ].
Greek Monotonic
οἰστροπλήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ (πλήσσω), αυτός που δέχτηκε δήγμα εντόμου, εξαγριωμένος, μανιακός, στους Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
οἰστροπλήξ: πλῆγος adj.
1) преследуемый слепнем (Ἰώ Aesch., Soph.);
2) доведенный до исступления, исступленный (sc. Βάκχαι Eur.).
Middle Liddell
οἰστρο-πλήξ, ῆγος, πλήσσω
stung by a gadfly, driven wild, Trag.