ἀργινόεις: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ἀργῑνόεις</b>, | |sltr=<b>ἀργῑνόεις</b>, [[gleaming]] [[white]] ἐν ἀργινόεντι μαστῷ (codd.: ἀργεννόεντι Schr.) (P. 4.8) ] | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:40, 3 September 2022
English (LSJ)
εσσα, εν, = ἀργός, bright-shining, white, epithet of Lycastus and Camirus, from their lying on chalky hills, Il.2.647,656; νῆσοι Ἀργινοῦσαι X.HG1.6.27; of milk, AP7.23 (Antip. Sid.); χαλινά A.R.4.1607; μαστός, v.l. for ἀργάεις (q.v.), Pi.P.4.8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῐνόεις: εσσα, εν, = ἀργός (ὅ ἴδε), ὁ λευκὴν ἐκπέμπων αἴγλην, οὗ ἡ λευκότης λάμπει μακρόθεν, ἐπίθ. τῶν πόλεων Καμείρου καὶ Λυκάστου, ἀλλὰ δὲν δύναται νὰ εἴπῃ τις μετὰ βεβαιότητος ἂν ἔλαβον τὸ ἐπίθετον τοῦτο ἐκ τοῦ λευκοῦ ἐδάφους ἐφ’ οὗ ἔκειντο ἢ ἐκ τῶν λευκῶν αὐτῶν οἰκοδομῶν, ἴδε σημ. Jebb ἐν Σοφ. Ο. Κ. 670, (οὕτως ὁ Ὁράτ. claram Rhodon), Ἰλ. Β. 647, 656· οὕτω καὶ τὰ ἔξωθεν τῆς Αἰολίδος νησίδια ἐκαλοῦντο Ἀργινοῦσαι Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 27· «ἀργ[ε]ινόεντα· λευκόν, λευκόγειον, ἀργι[λ]ώδη» Ἡσύχ.· ἐπὶ τοῦ γάλακτος, Ἀνθ. Π. 7. 23· χαλινὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1607.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
éclatant de blancheur, blanc en parl. de terrains calcaires et crayeux.
Étymologie: ἀργός¹.
English (Autenrieth)
acc. -εντα: white-gleaming, epithet of towns in Crete, because of chalk cliffs in the vicinity, Il. 2.647, 656.
English (Slater)
ἀργῑνόεις, gleaming white ἐν ἀργινόεντι μαστῷ (codd.: ἀργεννόεντι Schr.) (P. 4.8) ]
Spanish (DGE)
(ἀργῐνόεις) -εσσα, -εν
• Alolema(s): ἀργεννόεις Pi.P.4.8
blanco, brillante de ciudades y accidentes geográficos Λύκαστος Il.2.647, Κάμειρος Il.2.656, οὔρεα μακρά h.Pan 12, μαστός (de Cirene), Pi.l.c., cf. D.P.1176, gener. χαλινά A.R.4.1607, πάχνη A.R.2.738, ἔφηλις Nic.Th.333, ἰχθύες Marc.Sid.6, γάλα AP 7.23 (Antip.Sid.).
Greek Monolingual
ἀργινόεις (-εντός), -εσσα, -εν (Α)
ο αστραφτερός, ο λευκός, αυτός που ασπρίζει από μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αργινόεις, από τον οποίο προήλθε το όνομα των νησιών Αργινούσ-(σ)αι, αποτελεί πιθ. μετρική παρέκταση ενός υποθετικού τ. αργινός < αργι - (όπως πυκινός < πυκι -). Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως προσωνυμία των πόλεων Κάμιρος και Λύκαστος].
Greek Monotonic
ἀργῐνόεις: -εσσα, -εν, Επικ. τύπος του ἀργός, λευκός, επίθ. των Ροδιακών πόλεων από τους αργιλώδεις λόφους τους, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῐνόεις: όεσσα, όεν ослепительно белый (Λύκαστος Hom.; οὔρεα HH; γάλα Anth.).
Middle Liddell
ἀργός
white, epithet of Rhodian cities, from their chalky hills, Il.