εὐνάσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où l’on peut se coucher.<br />'''Étymologie:''' [[εὐνή]].
|btext=ος, ον :<br />où l'on peut se coucher.<br />'''Étymologie:''' [[εὐνή]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:05, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνάσιμος Medium diacritics: εὐνάσιμος Low diacritics: ευνάσιμος Capitals: ΕΥΝΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: eunásimos Transliteration B: eunasimos Transliteration C: evnasimos Beta Code: eu)na/simos

English (LSJ)

ον, good for sleeping in: εὐνάσιμα, τά, convenient sleeping-places, X.Cyn.8.4.

German (Pape)

[Seite 1082] ον, bequem zum Lager, Xen. Cyn. 8, 4.

Greek (Liddell-Scott)

εὐνάσιμος: -ον, κατάλληλος ὅπως χρησιμεύσῃ ὡς εὐνή· εὐνάσιμα, τά, μέρη κατάλληλα πρὸς ὕπνον, Ξεν. Κυν. 8. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l'on peut se coucher.
Étymologie: εὐνή.

Greek Monolingual

εὐνάσιμος, -ον (Α) ευνάζω
1. ο χρήσιμος ή κατάλληλος για κατάκλιση, για να κοιμάται κάποιος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐνάσιμα
άνετα μέρη, κατάλληλα για ύπνο.

Greek Monotonic

εὐνάσιμος: -ον (εὐνάζω), πρόσφορος, κατάλληλος για ύπνο· εὐνάσιμα, τά, μέρη κατάλληλα για ύπνο, σε Ξεν.

Middle Liddell

εὐνάσιμος, ον εὐνάζω
good for sleeping in: εὐνάσιμα, τά, convenient sleeping places, Xen.