ἐκκάμνω: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> ἐξέκαμνον, <i>f.</i> ἐκκαμοῦμαι, <i>ao.2</i> ἐξέκαμον;<br />se lasser : [[τι]] de qch ; ἐξέκαμον πολεμοῦντες PLUT ils se lassèrent de faire la guerre ; ἐκκ. ὑπὸ [[γήρως]] [[πρός]] [[τι]] PLUT devenir, par la fatigue de | |btext=<i>impf.</i> ἐξέκαμνον, <i>f.</i> ἐκκαμοῦμαι, <i>ao.2</i> ἐξέκαμον;<br />se lasser : [[τι]] de qch ; ἐξέκαμον πολεμοῦντες PLUT ils se lassèrent de faire la guerre ; ἐκκ. ὑπὸ [[γήρως]] [[πρός]] [[τι]] PLUT devenir, par la fatigue de l'âge, impropre à qch ; [[σίδηρος]] ἐξέκαμεν πληγαῖς PLUT le fer se fatigua de frapper, <i>càd</i> s'émoussa.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κάμνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:55, 5 September 2022
English (LSJ)
grow quite weary of a thing, τὰς ὀλοφύρσεις Th.2.51: c. part., πολεμοῦντες ἐξέκαμον Plu.Sol.8, cf. Pomp.32, D.C.40.24; ἐξέκαμεν ὑπὸ γήρως πρὸς τὰ δημόσια he became unfit through age for.., Plu.Cat.Ma.24; σίδηρος ἐξέκαμε πληγαῖς it is worn out (gnomic) with blows, Id.Caes.37; ἐ. ἡ ἀρετή τισι Max. Tyr.29.2.
German (Pape)
[Seite 762] (s. κάμνω), ganz ermüden, c. partic., ἐξέκαμον πολεμοῦντες Plut. Sol. 8; a. Sp.; τὰς ὀλοφύρσεις Thuc. 2, 51, der Klagen überdrüssig werden; ἐξέκαμεν ὑπὸ γήρως πρὸς τὰ δημόσια Plut. Cat. mai. 24, vgl. Sol. 31; auch σίδηρος ἐξέκαμεν πληγαῖς, wurde stumpf, Caes. 37.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκάμνω: μέλλ. -κᾰμοῦμαι, ἀποκάμνω, ἐξέκαμνον τὰς ὀλοφύρσεις, ἀπέκαμνον ὀλοφυρόμενοι, Θουκ. 2. 51· οὕτω μετὰ μετοχ., ἐξέκαμον πολεμοῦντες Πλουτ. Σόλων 8, πρβλ. Πομπ. 32· ἐξέκαμεν ὑπὸ γήρως προς τι, ἔγεινεν ἕνεκα τοῦ γήρατος ἀκατάλληλος πρός τι, ὁ αὐτ. Κάτων Πρεσβ. 24· καὶ σίδηρος ἐξέκαμε πληγαῖς, παροιμ., καὶ ὁ σίδηρος δαμάζεται διὰ τῶν κτυπημάτων, ὁ αὐτ. Καῖσ. 37.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐξέκαμνον, f. ἐκκαμοῦμαι, ao.2 ἐξέκαμον;
se lasser : τι de qch ; ἐξέκαμον πολεμοῦντες PLUT ils se lassèrent de faire la guerre ; ἐκκ. ὑπὸ γήρως πρός τι PLUT devenir, par la fatigue de l'âge, impropre à qch ; σίδηρος ἐξέκαμεν πληγαῖς PLUT le fer se fatigua de frapper, càd s'émoussa.
Étymologie: ἐκ, κάμνω.
Spanish (DGE)
I tr. cansarse de, abandonar τὰς ὀλοφύρσεις τῶν ἀπογιγνομένων ... ἐξέκαμον se cansaron de lamentarse por los que morían Th.2.51.
II intr.
1 c. suj. de pers. y anim. mostrar cansancio, fatigarse c. compl. de causa οὐ ... ἐξέκαμε ὑπὸ γήρως πρὸς τὰ δημόσια no mostró cansancio ante los asuntos públicos por causa de la vejez Plu.Cat.Ma.24, ὑπὸ τῇ ταλαιπωρίᾳ τῇ συνεχεῖ Arr.An.3.21.6, οἱ ἵπποι ἐξέκαμνον ὑπὸ τοῦ καύματος Arr.An.6.26.5, c. part. pred. δυσχερῆ πόλεμον ... πολεμοῦντες ἐξέκαμον Plu.Sol.8, cf. Pomp.32, φονεύοντες ἐξέκαμον D.C.40.24.1, cf. 52.33.6, sin rég. Cels.Phil.6.61a
•fig. hartarse de c. part. pred. οἱ Μακεδόνες δὲ ἐξέκαμνον ἤδη ταῖς γνώμαις ... ὁρῶντες Arr.An.5.25.2.
2 fig., c. suj. de cosa o abstr. desgastarse καὶ σίδηρος ἐξέκαμε πληγαῖς Plu.Caes.37
•c. suj. abstr. y dat. acabarse, agotarse ἐπεὶ δ' ἐξέκαμεν αὕτη (ἡ ἀρετή) τοῖς Σπαρτιάταις Max.Tyr.23.2.
Greek Monolingual
ἐκκάμνω (Α)
1. καταπονοῦμαι, απαυδώ
2. γίνομαι άχρηστος ή ακατάλληλος.
Greek Monotonic
ἐκκάμνω: μέλ. -κᾰμοῦμαι, κουράζομαι, εξαντλούμαι από κάτι, με αιτ., σε Θουκ.· με μτχ., ἐξέκαμον πολεμοῦντες, σε Πλούτ.· ἐκκ. πληγαῖς, δαμάζεται, υποκύπτει στα χτυπήματα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκάμνω: (fut. ἐκκᾰμοῦμαι, aor. 2 ἐξέκαμον)
1) уставать, утомляться: πολεμοῦντες ἐξέκαμον Plut. они устали воевать;
2) терять силы, слабеть, становиться непригодным (ὑπὸ γήρως πρός τι Plut.);
3) становиться нечувствительным: τὰς ὀλιφύρσεις ἐξέκαμνον Thuc. они стали невосприимчивыми к жалобам;
4) притупляться (σίδηρος ἐξέκαμεν πληγαῖς Plut.).
Middle Liddell
fut. -κᾰμοῦμαι
to grow quite weary of a thing, c. acc., Thuc.; c. part., ἐξέκαμον πολεμοῦντες Plut.; ἐκκ. πληγαῖς to yield to blows, Plut.