ἐθελοντής: Difference between revisions
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)qelonth/s | |Beta Code=e)qelonth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, Prose form of foreg. (used by <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>24</span>), <span class="bibl">Hdt.5.104</span>,<span class="bibl">110</span>,<span class="title">IG</span>12.97.15, <span class="bibl">Th.1.60</span>, <span class="bibl">And.1.3</span>: as adjective, <span class="sense"><span class="bld">A</span> ἐ. φίλος <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.6.9</span>. (dub.); τῶν ἐ. τριηράρχων <span class="bibl">D.18.99</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[δεικηλιστής]], <span class="bibl">Eust.884.27</span>.</span> | |Definition=οῦ, ὁ, Prose form of foreg. (used by <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>24</span>), <span class="bibl">Hdt.5.104</span>,<span class="bibl">110</span>,<span class="title">IG</span>12.97.15, <span class="bibl">Th.1.60</span>, <span class="bibl">And.1.3</span>: as adjective, <span class="sense"><span class="bld">A</span> ἐ. φίλος <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.6.9</span>. (dub.); τῶν ἐ. τριηράρχων <span class="bibl">D.18.99</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[δεικηλιστής]], <span class="bibl">Eust.884.27</span>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> θελοντής Hdt.6.92 (cód.)<br /><b class="num">1</b> [[que se ofrece voluntario]], [[voluntario]] frec. en uso pred. [[por su propia voluntad]], [[voluntariamente]], [[de buen grado]] κἀγὼ 'θελοντὴς τῷδ' ὑπεζύγην πόνῳ S.<i>Ai</i>.24, cf. X.<i>Mem</i>.2.1.3, βουλόμενοι καὶ ἐθελονταί <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.101.32 (V a.C.), (λέγουσι) ἐθελοντὴν αὐτὴν τοῖσι Φοίνιξι συνεκπλῶσαι Hdt.1.5, ἐ. ὑπέστη ταύτην τὴν λειτουργίαν Lys.29.4, τοὺς ἐθελοντὰς τούτους εὖ ποιεῖν X.<i>An</i>.1.6.9, ὑπήκουσεν τῷ δήμῳ ἐ. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.657.40 (III a.C.), ἔλαβ' ἐ., οὐ βίᾳ Men.<i>Fab.Incert</i>.1.47 (p. 298), (ψυχή) ἐ. ... δουλεύει Synes.<i>Insomn</i>.8, ἐ. ὁ μονογενὴς γέγονεν [[ἄνθρωπος]] de Jesucristo, Cyr.Al.<i>Apol.Thdt</i>.3.30<br /><b class="num">•</b>esp. en la guerra y misiones difíciles ἐχς ἐθελοντōν ἐπιβατōν <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.60.15 (V a.C.), ἀνὴρ ἀπιγμένος ἐ. Hdt.1.61, cf. 5.104, 110, 7.134, 217, εἴ τινες ἐθέλοιεν [[ἄλλοι]] ἐθελονταὶ ἰέναι τε ἐς τὸν χῶρον τοῦτον Hdt.9.21, cf. 26, τῶν ἐθελοντῶν τριηράρχων D.18.99, cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.467.23 (IV a.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ ἐ.: οὐδεὶς [[Ἀργείων]] ἔτι ἐβοήθεε, ἐθελονταὶ δ' ἐς χιλίους de unas tropas irregulares, Hdt.6.92, πέμπουσιν ἑαυτῶν τε ἐθελοντάς Th.1.60, φυγάδας δὲ καὶ ἐθελοντὰς ἐάσασα ... βοηθῆσαι Pl.<i>Mx</i>.245a, προσλαβὼν ἐθελοντὰς ἐκ παντὸς τοῦ στρατεύματος Plb.<i>Fr</i>.130, cf. Paus.1.32.6<br /><b class="num">•</b>ac. ἐθελοντήν como adv. [[voluntariamente]], [[espontáneamente]] τὰς μὲν ἐ. τῶν πολίων ὑποκυψάσας Hdt.6.25, ἐ. ὑπομένειν X.<i>Mem</i>.2.1.3, (ἐπιβάτας) ἐπέλεξε τοῦ στρατεύματος ἐ. τοὺς ἀρίστους Plb.1.49.5, cf. 2.38.7, 5.77.3, D.S.1.67.<br /><b class="num">2</b> en rituales dionisíacos en Tebas [[voluntario]], [[espontáneo]], [[aficionado]] Ath.621f, Eust.884.27<br /><b class="num">•</b>en la comedia χορὸν κωμῳδῶν ὀψέ ποτε ὁ ἄρχων ἔδωκεν, ἄλλ' ἐθελονταὶ ἦσαν sólo pasado el tiempo el arconte concedió un coro, pues (los actores) eran aficionados</i> Arist.<i>Po</i>.1449<sup>b</sup>2. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m;<br />c.</i> [[ἐθελοντήρ]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐθέλω]]. | |btext=οῦ;<br /><i>adj. m;<br />c.</i> [[ἐθελοντήρ]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐθέλω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:40, 1 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, Prose form of foreg. (used by S.Aj.24), Hdt.5.104,110,IG12.97.15, Th.1.60, And.1.3: as adjective, A ἐ. φίλος X.An.1.6.9. (dub.); τῶν ἐ. τριηράρχων D.18.99. II = δεικηλιστής, Eust.884.27.
Spanish (DGE)
-οῦ
• Alolema(s): θελοντής Hdt.6.92 (cód.)
1 que se ofrece voluntario, voluntario frec. en uso pred. por su propia voluntad, voluntariamente, de buen grado κἀγὼ 'θελοντὴς τῷδ' ὑπεζύγην πόνῳ S.Ai.24, cf. X.Mem.2.1.3, βουλόμενοι καὶ ἐθελονταί IG 13.101.32 (V a.C.), (λέγουσι) ἐθελοντὴν αὐτὴν τοῖσι Φοίνιξι συνεκπλῶσαι Hdt.1.5, ἐ. ὑπέστη ταύτην τὴν λειτουργίαν Lys.29.4, τοὺς ἐθελοντὰς τούτους εὖ ποιεῖν X.An.1.6.9, ὑπήκουσεν τῷ δήμῳ ἐ. IG 22.657.40 (III a.C.), ἔλαβ' ἐ., οὐ βίᾳ Men.Fab.Incert.1.47 (p. 298), (ψυχή) ἐ. ... δουλεύει Synes.Insomn.8, ἐ. ὁ μονογενὴς γέγονεν ἄνθρωπος de Jesucristo, Cyr.Al.Apol.Thdt.3.30
•esp. en la guerra y misiones difíciles ἐχς ἐθελοντōν ἐπιβατōν IG 13.60.15 (V a.C.), ἀνὴρ ἀπιγμένος ἐ. Hdt.1.61, cf. 5.104, 110, 7.134, 217, εἴ τινες ἐθέλοιεν ἄλλοι ἐθελονταὶ ἰέναι τε ἐς τὸν χῶρον τοῦτον Hdt.9.21, cf. 26, τῶν ἐθελοντῶν τριηράρχων D.18.99, cf. IG 22.467.23 (IV a.C.)
•subst. ὁ ἐ.: οὐδεὶς Ἀργείων ἔτι ἐβοήθεε, ἐθελονταὶ δ' ἐς χιλίους de unas tropas irregulares, Hdt.6.92, πέμπουσιν ἑαυτῶν τε ἐθελοντάς Th.1.60, φυγάδας δὲ καὶ ἐθελοντὰς ἐάσασα ... βοηθῆσαι Pl.Mx.245a, προσλαβὼν ἐθελοντὰς ἐκ παντὸς τοῦ στρατεύματος Plb.Fr.130, cf. Paus.1.32.6
•ac. ἐθελοντήν como adv. voluntariamente, espontáneamente τὰς μὲν ἐ. τῶν πολίων ὑποκυψάσας Hdt.6.25, ἐ. ὑπομένειν X.Mem.2.1.3, (ἐπιβάτας) ἐπέλεξε τοῦ στρατεύματος ἐ. τοὺς ἀρίστους Plb.1.49.5, cf. 2.38.7, 5.77.3, D.S.1.67.
2 en rituales dionisíacos en Tebas voluntario, espontáneo, aficionado Ath.621f, Eust.884.27
•en la comedia χορὸν κωμῳδῶν ὀψέ ποτε ὁ ἄρχων ἔδωκεν, ἄλλ' ἐθελονταὶ ἦσαν sólo pasado el tiempo el arconte concedió un coro, pues (los actores) eran aficionados Arist.Po.1449b2.
German (Pape)
[Seite 718] ὁ, dasselbe, sowohl subst. als adj., Her. 5, 104. 110 Thuc. 1, 60 u. Folgde; Plat. Menex. 245 a. Vgl. Lob. Phryn. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελοντής: -οῦ, ὁ, πεζὸς τύπος τοῦ προηγ., (μεταχειρίζεται ὅμως αὐτὸν ὁ Σοφ. ἐν Αἴ. 24), Ἡρόδ. 5. 104, 110, Θουκ. 1. 60, Ἀνδοκ. 1. 14· ἐθ. φίλος Ξεν. Ἀν. 1. 6, 9· τῶν ἐθελοντῶν τριαρχῶν Δημ. 259. 12· - πρβλ. Λοβ. Φρύν. 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m;
c. ἐθελοντήρ.
Étymologie: ἐθέλω.
Greek Monolingual
ο (θηλ. εθελόντρια) (AM ἐθελοντής
Α και ἐθελοντήρ
θηλ. ἐθελοντίς, η)
αυτός που προσφέρεται αυτοπροαίρετα να κάνει κάτι
νεοελλ.
αυτός που κατατάσσεται εκούσια στον στρατό
αρχ.
είδος μίμων, δεικηλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εθελοντής ανάγεται σε θ. εθελοντ- που απαντά στη μτχ. εθέλων, -οντος
ο τ. εθελοντήρ (του οποίου μαρτυρείται η αιτιατική πληθυντικού εθελοντήρας μια φορά στον Όμηρο) εμφανίζει επίθημα -τηρ (πρβλ. κλητήρ, μνηστήρ)].
Greek Monotonic
ἐθελοντής: -οῦ, ὁ, μεταγεν. τύπος του προηγ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελοντής: οῦ adj. m добровольный Xen., Dem., Thuc., Men.: Κύπριοι ἐθελονταί σφι προσεγένοντο Her. кипряне добровольно присоединились к ним.
οῦ ὁ доброволец Her., Thuc., Arst., Plut.
Middle Liddell
ἐθελοντής, οῦ, later form of ἐθελοντήρ, Hdt., Thuc., etc.]
English (Woodhouse)
voluntarily, volunteer, of one's own accord, of one's own free will