καταθορυβέω: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1349.png Seite 1349]] gegen Einen anlärmen, lärmend gegen ihn Etwas vorbringen, Sp.; Schol. Ar. Equ. 1017 erkl. dadurch [[κατακράζω]]; – niederlärmen, durch Lärmen zum Schweigen bringen, ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθείς Plat. Prot. 319 c; vgl. Poll. 8, 154.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1349.png Seite 1349]] gegen Einen anlärmen, lärmend gegen ihn Etwas vorbringen, Sp.; Schol. Ar. Equ. 1017 erkl. dadurch [[κατακράζω]]; – niederlärmen, durch Lärmen zum Schweigen bringen, ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθείς Plat. Prot. 319 c; vgl. Poll. 8, 154.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''καταθορῠβέω''': [[ἐγείρω]] θόρυβον [[ἐναντίον]] τινός, παραζαλίζω τινὰ διὰ τοῦ θορύβου, ἕως ἂν ἀποστῇ ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθεὶς Πλάτ. Πρωτ. 319C. 2) [[καθόλου]], διαταράττω, ἐνοχλῶ, Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 14. 6.
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> troubler, interrompre par des cris <i>ou</i> du tumulte;<br /><b>2</b> causer un grand trouble, troubler profondément.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[θορυβέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[καταθορυβῶ]], [[καταθορυβέω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δημιουργώ]] πολύ θόρυβο, [[χαλώ]] τον κόσμο<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να ανησυχήσει, τον [[αναστατώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζαλίζω]] κάποιον με τον θόρυβο, [[κάνω]] κάποιον να τά χάσει.
|mltxt=(Α [[καταθορυβῶ]], [[καταθορυβέω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δημιουργώ]] πολύ θόρυβο, [[χαλώ]] τον κόσμο<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να ανησυχήσει, τον [[αναστατώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζαλίζω]] κάποιον με τον θόρυβο, [[κάνω]] κάποιον να τά χάσει.
}}
}}
{{bailly
{{ls
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> troubler, interrompre par des cris <i>ou</i> du tumulte;<br /><b>2</b> causer un grand trouble, troubler profondément.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[θορυβέω]].
|lstext='''καταθορῠβέω''': [[ἐγείρω]] θόρυβον [[ἐναντίον]] τινός, παραζαλίζω τινὰ διὰ τοῦ θορύβου, ἕως ἂν ἀποστῇ ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθεὶς Πλάτ. Πρωτ. 319C. 2) [[καθόλου]], διαταράττω, ἐνοχλῶ, Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 14. 6.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταθορῠβέω Medium diacritics: καταθορυβέω Low diacritics: καταθορυβέω Capitals: ΚΑΤΑΘΟΡΥΒΕΩ
Transliteration A: katathorybéō Transliteration B: katathorybeō Transliteration C: katathoryveo Beta Code: kataqorube/w

English (LSJ)

shout down, ἕως ἂν ἀποστῇ ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθείς Pl.Prt.319c:—Act. in Numen. ap. Eus. PE14.6: also c. acc. cogn., τὴν ἀπὸ ἁμάξης πομπείαν πᾶσαν κατεθορύβει ibid.

German (Pape)

[Seite 1349] gegen Einen anlärmen, lärmend gegen ihn Etwas vorbringen, Sp.; Schol. Ar. Equ. 1017 erkl. dadurch κατακράζω; – niederlärmen, durch Lärmen zum Schweigen bringen, ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθείς Plat. Prot. 319 c; vgl. Poll. 8, 154.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 troubler, interrompre par des cris ou du tumulte;
2 causer un grand trouble, troubler profondément.
Étymologie: κατά, θορυβέω.

Greek Monolingual

καταθορυβῶ, καταθορυβέω)
νεοελλ.
δημιουργώ πολύ θόρυβο, χαλώ τον κόσμο
νεοελλ.-αρχ.
κάνω κάποιον να ανησυχήσει, τον αναστατώνω
αρχ.
ζαλίζω κάποιον με τον θόρυβο, κάνω κάποιον να τά χάσει.

Greek (Liddell-Scott)

καταθορῠβέω: ἐγείρω θόρυβον ἐναντίον τινός, παραζαλίζω τινὰ διὰ τοῦ θορύβου, ἕως ἂν ἀποστῇ ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθεὶς Πλάτ. Πρωτ. 319C. 2) καθόλου, διαταράττω, ἐνοχλῶ, Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 14. 6.

Greek Monotonic

καταθορῠβέω: μέλ. -ήσω, σηκώνω θόρυβο εναντίον κάποιου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

καταθορῠβέω: смущать криками, заглушать шумом: καταθορυβηθείς Plat. сбитый с толку шумом.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-θορυβέω overschreeuwen, door rumoer tot zwijgen brengen.

Middle Liddell

fut. ήσω
to cry down, Plat.