δακέθυμος: Difference between revisions
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0519.png Seite 519]] herzbeißend, -kränkend, ἄτη Soph. Phil. 699: δακέθυμα λέγειν Anacr. 35, 9. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0519.png Seite 519]] herzbeißend, -kränkend, ἄτη Soph. Phil. 699: δακέθυμα λέγειν Anacr. 35, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui ronge <i>litt.</i> qui mord l'âme.<br />'''Étymologie:''' [[δάκνω]], [[θυμός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δᾰκέθῡμος''': -ον, ὁ τὴν καρδίαν δάκνων ἢ κατατρώγων, ἐνοχλῶν, ἱδρὼς Σιμων. 26· ἄτη Σοφ. Φ. 705· πρβλ. [[δηξίθυμος]], [[θυμοδακής]]. | |lstext='''δᾰκέθῡμος''': -ον, ὁ τὴν καρδίαν δάκνων ἢ κατατρώγων, ἐνοχλῶν, ἱδρὼς Σιμων. 26· ἄτη Σοφ. Φ. 705· πρβλ. [[δηξίθυμος]], [[θυμοδακής]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:45, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, heart-eating, heart-vexing, ἱδρώς Simon.58.5; ἄτη S.Ph.705 (lyr.).
Spanish (DGE)
(δᾰκέθῡμος) -ον
que muerde el corazón, hiriente, mordaz fig. ᾧ μὴ δ. ἱδρὼς ἔνδοθεν μόλῃ Simon.74.5, ἄτα S.Ph.706, cf. Ibyc.169.1S., λόγος Gr.Naz.M.37.1229A, cf. Hsch.
•neutr. plu. subst. παῖδες ... δακέθυμά μοι λέγοντες unos muchachos ... diciéndome palabras hirientes, Anacreont.37.9.
German (Pape)
[Seite 519] herzbeißend, -kränkend, ἄτη Soph. Phil. 699: δακέθυμα λέγειν Anacr. 35, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ronge litt. qui mord l'âme.
Étymologie: δάκνω, θυμός.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰκέθῡμος: -ον, ὁ τὴν καρδίαν δάκνων ἢ κατατρώγων, ἐνοχλῶν, ἱδρὼς Σιμων. 26· ἄτη Σοφ. Φ. 705· πρβλ. δηξίθυμος, θυμοδακής.
Greek Monolingual
δακέθυμος, -ον (Α)
1. αυτός που πληγώνει την καρδιά, κουραστικός, βασανιστικός
II. μσν. επίρρ. δακεθύμως
με τρόπο ενοχλητικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δακε- < (θ.) δακ-, του δακείν (απαρμφ. αορ. του δάκνω) + θυμός. Για το συνδετικό φωνήεν -ε- της λέξης πρβλ. αρχ-έπολις, βλεπε-δαίμων, φερέ-πονος].
Greek Monotonic
δᾰκέθῡμος: -ον, ψυχοφθόρος, αυτός που ταράζει, πικραίνει την καρδιά, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δᾰκέθῡμος: гложущий душу, жестокий (δακέθυμα λέγειν Anacr.): δ. ἄτα Soph. мучительная боль.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δακέθυμος -ον [δάκνω, θυμός] hartverscheurend.