Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διεῖδον: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0617.png Seite 617]] [[διιδεῖν]], s. [[διοράω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0617.png Seite 617]] [[διιδεῖν]], s. [[διοράω]].
}}
{{bailly
|btext=v. [[διοράω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διεῖδον''': ἀπαρ. διϊδεῖν, ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἀντ’ [[αὐτοῦ]] δὲ εἶνε ἐν χρήσει τὸ [[διοράω]]· - [[βλέπω]] ἐντελῶς, [[διακρίνω]] (περὶ τῆς Ὁμηρ. χρήσ. τῆς λέξεως ἴδε διαείδω), τι Ἀριστοφ. Νεφ. 168, Πλάτ. Φαίδρ. 264· [[διιδεῖν]] [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Φαίδωνι 62Β. 2) [[βλέπω]] διὰ μέσου. - Παθ., διειδομένη ἐν ὕδατι [[νῆσος]] Καλλ. εἰς Δῆλ. 141· διειδομένη πεδίοιο, βλεπομένη διὰ μέσου τῆς πεδιάδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 546. ΙΙ. ἀπαρ. διειδέναι, Ἐπ. διίδμεναι (Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1360), [[γνωρίζω]] τὴν διαφορὰν [[μεταξύ]]…, [[διακρίνω]], ἀνδρῶν … τὸν κακὸν διειδέναι Εὐρ. Μηδ. 518, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 975, Πλάτ. Φαίδρ. 262Α· ἀποφασίζω, Σοφ. Ο. Κ. 295. - Ὁ ποιητ. μέλλ. διείσομαι ἐν Νικ. Θ. 494, 837, ἀναφέρεται εἰς τὸ [[ῥῆμα]] [[δίειμι]], [[διέρχομαι]].
|lstext='''διεῖδον''': ἀπαρ. διϊδεῖν, ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἀντ’ [[αὐτοῦ]] δὲ εἶνε ἐν χρήσει τὸ [[διοράω]]· - [[βλέπω]] ἐντελῶς, [[διακρίνω]] (περὶ τῆς Ὁμηρ. χρήσ. τῆς λέξεως ἴδε διαείδω), τι Ἀριστοφ. Νεφ. 168, Πλάτ. Φαίδρ. 264· [[διιδεῖν]] [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Φαίδωνι 62Β. 2) [[βλέπω]] διὰ μέσου. - Παθ., διειδομένη ἐν ὕδατι [[νῆσος]] Καλλ. εἰς Δῆλ. 141· διειδομένη πεδίοιο, βλεπομένη διὰ μέσου τῆς πεδιάδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 546. ΙΙ. ἀπαρ. διειδέναι, Ἐπ. διίδμεναι (Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1360), [[γνωρίζω]] τὴν διαφορὰν [[μεταξύ]]…, [[διακρίνω]], ἀνδρῶν … τὸν κακὸν διειδέναι Εὐρ. Μηδ. 518, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 975, Πλάτ. Φαίδρ. 262Α· ἀποφασίζω, Σοφ. Ο. Κ. 295. - Ὁ ποιητ. μέλλ. διείσομαι ἐν Νικ. Θ. 494, 837, ἀναφέρεται εἰς τὸ [[ῥῆμα]] [[δίειμι]], [[διέρχομαι]].
}}
{{bailly
|btext=v. [[διοράω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεῖδον Medium diacritics: διεῖδον Low diacritics: διείδον Capitals: ΔΙΕΙΔΟΝ
Transliteration A: dieîdon Transliteration B: dieidon Transliteration C: dieidon Beta Code: diei=don

English (LSJ)

inf. διϊδεῖν, aor. 2 with no pres. in use (διοράω being used), A see thoroughly, discern (on the Homeric usage v. δια-είδω), τι Ar.Nu.168, Pl.Phdr.264c; λόγος οὐ ῥᾴδιος διϊδεῖν Id.Phd.62b. 2 see through:—Pass., διειδομένη ἐν ὕδατι νῆσος Call.Del.191; ἀτραπὸς… διειδομένη πεδίοιο seen through or across the plain, A.R.1.546. II pf. δίοιδα, inf. διειδέναι, Ep. διίδμεναι Id.4.1360, distinguish, discern, ἀνδρῶν… τὸν κακὸν διειδέναι E.Med.518, cf. Ar.Ra.975, Pl.Phdr.262a: fut., διείσεται ἡ χείρ Orib.8.36.6; decide, S.OC295.

German (Pape)

[Seite 617] διιδεῖν, s. διοράω.

French (Bailly abrégé)

v. διοράω.

Greek (Liddell-Scott)

διεῖδον: ἀπαρ. διϊδεῖν, ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἀντ’ αὐτοῦ δὲ εἶνε ἐν χρήσει τὸ διοράω· - βλέπω ἐντελῶς, διακρίνω (περὶ τῆς Ὁμηρ. χρήσ. τῆς λέξεως ἴδε διαείδω), τι Ἀριστοφ. Νεφ. 168, Πλάτ. Φαίδρ. 264· διιδεῖν περί τινος ὁ αὐτ. Φαίδωνι 62Β. 2) βλέπω διὰ μέσου. - Παθ., διειδομένη ἐν ὕδατι νῆσος Καλλ. εἰς Δῆλ. 141· διειδομένη πεδίοιο, βλεπομένη διὰ μέσου τῆς πεδιάδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 546. ΙΙ. ἀπαρ. διειδέναι, Ἐπ. διίδμεναι (Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1360), γνωρίζω τὴν διαφορὰν μεταξύ…, διακρίνω, ἀνδρῶν … τὸν κακὸν διειδέναι Εὐρ. Μηδ. 518, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 975, Πλάτ. Φαίδρ. 262Α· ἀποφασίζω, Σοφ. Ο. Κ. 295. - Ὁ ποιητ. μέλλ. διείσομαι ἐν Νικ. Θ. 494, 837, ἀναφέρεται εἰς τὸ ῥῆμα δίειμι, διέρχομαι.

Greek Monotonic

διεῖδον: απαρ. -ιδεῖν, αόρ. βʹ με ενεστ. σε αχρηστία, το διοράω αντί αυτού χρησιμοποιείται (πρβλ. διαείδω),· διακρίνω, εξετάζω προσεκτικά, σε Αριστοφ., Πλάτ.· διιδεῖν περί τινος, στον ίδ.
II. παρακ. δίοιδα, απαρ. διειδέναι· γνωρίζω τη διαφορά μεταξύ, διαφοροποιώ, διακρίνω, ξεχωρίζω, σε Ευρ. κ.λπ.· αποφασίζω, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

διεῖδον: aor. 2 к διοράω.

Middle Liddell

inf. -ιδεῖν [aor2 with no pres. in use, διοράω being used instead [cf. διαείδω
I. to see thoroughly, discern, Ar., Plat.; διιδεῖν περί τινος Plat.
II. perf. δίοιδα, inf. διειδέναι to know the difference between, to distinguish, Eur., etc.: to decide, Soph.